Η Δέσπω Διαμαντίδου υπήρξε μία από τις κορυφαίες Ελληνίδες ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ερμήνευσε με το δικό της μοναδικό τρόπο, δύσκολους ρόλους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αμερική, μαγεύοντας ακόμα και τον Γούντι Άλεν.
Γεννήθηκε το 1916 στην Καστέλλα του Πειραιά, με καταγωγή από την Ρωσία. Ήταν εγγονή του μηχανικού Σπυρίδωνα Κριτσιλή, ο οποίος διατέλεσε πολλές φορές και βουλευτής. Κατά τα παιδικά της χρόνια υπήρξε στενή φίλη του – επίσης Πειραιώτη – Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος ως αρκετά μεγαλύτερός της, την είχε υπό την φροντίδα του. Πήγε σχολείο στην Γερμανική Σχολή Αθηνών και ως παιδί, αγαπούσε πολύ το διάβασμα, συνήθεια που διατήρησε σε όλη της την ζωή.
Μετά από παρότρυνση του Δημήτρη Χορν, σπούδασε στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, μαζί με την αχώριστη από τότε φίλη της, Μελίνα Μερκούρη.
Η πρώτη της θεατρική εμφάνιση ήταν το 1942, στο Χορό της «Μήδειας» του Ευριπίδη, αλλά ο ρόλος που την έκανε ευρύτερα γνωστή στο θεατρικό κοινό ήταν αυτός της λαίδης Καρολίνας στο έργο του Τζέιμς Μπάρι «Δεν Φταίει το Αστέρι μας», με σκηνοθέτη τον Κάρολο Κουν. Αργότερα, συνεργάστηκε με πολλούς εκλεκτούς θιάσους, όπως Μελίνας Μερκούρη, Χορν-Μανωλίδου-Αρώνη, Δημήτρη Μυράτ, Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, ερμηνεύοντας ρόλους σε σημαντικά έργα του κλασικού ρεπερτορίου.
Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή της το 1947, με την ταινία «Τα Παιδιά της Αθήνας». Συνέχεια είχε ο «Θανασάκης ο Πολιτευόμενος» στο πλευρό του Ντίνου Ηλιόπουλου, ενώ το 1958 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τη Φίνος Φιλμ, με την εξαιρετική της ερμηνεία στην ταινία «Το Τελευταίο Ψέμμα» του Μιχάλη Κακογιάννη, δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη. Έκτοτε, πήρε μέρος σε πολλές αξιόλογες ταινίες, όπως «Μανταλένα», «Τα Κόκκινα Φανάρια», «Η Γυνή να Φοβείται τον Άντρα», «Η Αλίκη στο Ναυτικό», «Ο Θάνατος Θα Ξανάρθει», «Η Στεφανία» και πολλές ακόμα.
Το 1960 άνοιξε διάπλατα ο δρόμος για διεθνή καριέρα, με την ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», που έφτασε στα διεθνή σαλόνια και κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Μουσικής για το τραγούδι «Τα Παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι.
Στα χρόνια που έζησε στην Αμερική, συμμετείχε σε πολλές αναγνωρισμένες ταινίες, όπως «Τοπ Καπί, «Όχι κύριε Τζόνσον», «Μαύρα Τριαντάφυλλα», και «Kαβαλάρηδες» του Φράνκεχαϊμερ, που γυρίστηκε στην Iσπανία.
Το 1975 ενσάρκωσε την μητέρα του Γούντι Άλεν στην ταινία «Ο Ειρηνοποιός», μια συνεργασία που αποτέλεσε το εφαλτήριο για μια μακρόχρονη φιλία μεταξύ των δύο. Μάλιστα, σε μια συνέντευξη της Διαμαντίδου το 1981, είπε χαρακτηριστικά για την συνεργασία τους: “Είναι πάρα πολύ ωραίος. Σου δίνει φτερά. Στην αρχή μου είπε να φτιάξω μόνη μου τον διάλογο. – Μα πώς να τον φτιάξω, του λέω. Εγώ δεν είμαι Αμερικάνα, δεν ξέρω καλά τη γλώσσα. – Μη σας νοιάζει, μου είπε, φτιάξτε τον εσείς, κι αν εγώ δω κάτι που δεν καταλαβαίνω ή δε μ’ αρέσει, θα σας σταματάω. Ήταν πίσω απ’ την κάμερα και τον έβλεπα που γελούσε. – Μα, μήπως δεν γελάσει κανείς άλλος και περιοριστώ σε σας; του ‘πα. – Α, λέει, εγώ είμαι πολύ δύσκολος για να γελάσω. Για να κάνετε εμένα να γελάσω, είναι αυτό που θέλω. Στην αρχή τον νιώθεις απόμακρο. Μετά από δυο-τρεις μήνες, τον νιώθεις πια κοντά σου. Γίναμε αρκετά φίλοι, κι όταν πάω στη Νέα Υόρκη, τον βρίσκω στην παμπ που παίζει τζαζ κάθε Δευτέρα, στο Μάιφαρς. Είναι ένας πάρα πολύ καλός συγγραφέας και μορφή κινηματογραφική.
Με την επιστροφή της στην Ελλάδα, εξακολουθεί να ερμηνεύει μοναδικά σε πολλές ταινίες, όπως «Υπόθεση Πολκ», «Βαριετέ», «Ακροπόλ», ενώ η τελευταία κινηματογραφική της εμφάνιση ήταν το 2003 στην μικρού μήκους ταινία «Skipper Straad».
Ο θυελλώδης έρωτας με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ
Στην προσωπική της ζωή παντρεύτηκε τη δεκαετία του’ 40 τον ηθοποιό Ανδρέα Φιλιππίδη, με τον οποίο απέκτησαν ένα γιο, τον Μάριο. Μετά το διαζύγιο της με τον Φιλιππίδη, γνώρισε τον νεαρό τότε, Δημήτρη Παπαμιχαήλ σε μια παράσταση του Εθνικού Θεάτρου του 1955. Εκείνος μαθητής και εκείνη καταξιωμένη πρωταγωνίστρια, με πνεύμα, μόρφωση και καλλιέργεια, έζησαν έναν θυελλώδη έρωτα που κράτησε επτά χρόνια.
Όπως αναφέρουν δημοσιεύματα της εποχής, ο ηθοποιός μαγεύτηκε από την ευγενική της φυσιογνωμία και τη γοητεία της και οι δυο τους καθόλου δεν προβληματίστηκαν για τα 18 χρόνια που τους χώριζαν. Μάλιστα, φήμες τους ήθελαν να έχουν παντρευτεί κρυφά, κάτι που ωστόσο δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.
Η σχέση τους έληξε όταν ο ηθοποιός ερωτεύτηκε την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τελικά της έκανε το 1964 πρόταση γάμου στη σκηνή του θεάτρου «Κεντρικόν», όπου πρωταγωνιστούσαν μαζί στην «Κολόμπ» του Ανούιγ, με την Δέσπω Διαμαντίδου να συμμετέχει στο θίασο.
Να σημειωθεί ότι η Δέσπω Διαμαντίδου αντιμετώπισε με μεγάλη αξιοπρέπεια το τέλος της σχέσης τους, όπως άλλωστε την έζησε κιόλας, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τα δημοσιεύματα της εποχής.
Από τη σελίδα ΠΑΛΙΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ !!! στο Facebook αλιεύσαμε μια σπάνια φωτογραφία από τις διακοπές της Δέσπως Διαμαντίδου και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο ξενοδοχείο Solon στο Τολό το 1961.

Η Δέσπω Διαμαντίδου πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 2004, σε ηλικία 88 ετών, μετά από νοσηλεία της στο Αττικό Θεραπευτήριο. Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ πέθανε στις 29 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς σε ηλικία 70 χρόνων έπειτα από έμφραγμα.