D3lta: Ο αστεροειδής που έπεσε στον πλανήτη της μουσικής

Κάθοµαι πίσω-πίσω στην αίθουσα του six d.o.g.s, µπροστά από τους ηχολήπτες –ξέρω ότι εκεί θα βρω πάντα την καλύτερη ακουστική σε ένα gig–, χωρίς µάσκα, µε ένα ποτό στο χέρι. Νιώθω παράξενα, καθώς αυτή είναι η πρώτη φορά που υπάρχω σε κλειστό συναυλιακό χώρο, περιτριγυρισµένη από κόσµο, µετά από δύο ολόκληρα χρόνια αποχής από αυτό το κοµµάτι της διασκέδασης, που στη δική µου ζωή ήταν κυρίαρχο.

Τις αµφιβολίες µου για τις ελευθεριακές πρακτικές µου εν µέσω πανδηµίας διαλύει εκείνος µε το που εµφανίζεται στη σκηνή, µε ένα τεράστιο χαµόγελο και ένα µικρό δερµάτινο γιλέκο. Του βάζω 10 για το styling κι έπειτα παρακολουθώ αυτόν τον ιδιαίτερο περφόρµερ να παίζει µια επιλογή από Arctic Monkeys, Marilyn Manson, Pulp καθώς και το Hey You και µερικά ακόµα δικά του τραγούδια ενώ κινείται µε µοναδική ενέργεια, σαν να είναι ένας έµπειρος καλλιτέχνης που το κάνει αυτό χρόνια.

«Το αστείο είναι ότι δεν ξέρω τι κάνω. Αυτό που παρατηρώ πάνω στη σκηνή είναι πως ξεχνιέµαι και νοµίζω πως είµαι στο στούντιο και περνάµε ωραία µε τα παιδιά παίζοντας µουσική. Οταν συνειδητοποιώ ότι υπάρχει κόσµος από κάτω, µου αρέσει, γιατί µου επιβεβαιώνει πως µέχρι εκείνη τη στιγµή είχα αφεθεί εντελώς», σχολιάζει εκείνος σε δεύτερο χρόνο.

Ο D3lta είναι νέος µουσικός που είδε την καριέρα του να µπαίνει σε νέα τροχιά λίγο πριν ξεσπάσει η πανδηµία. Κακό timing θα λέγαµε, αλλά τα κατάφερε. Γιατί όταν είσαι ξεχωριστός είναι αδύνατον να µην ξεχωρίσεις. «Εγώ από τη φύση µου είµαι κοινωνικός, µου αρέσει να µιλάω πολύ και να εκφράζοµαι. Αυτό που µε ενοχλεί στ’ αλήθεια µε αυτή την κατάσταση είναι το ότι δεν κάνω live εµφανίσεις και άρα δεν έχω επαφή µε τον κόσµο. […] Ηταν ΟΚ η παύση για όσο ήταν, απλώς τώρα νιώθω ότι έχω βρει τον δρόµο µου και πρέπει να τρέξω. Η πανδηµία µού έδωσε τη δυνατότητα να αµφισβητήσω τα πάντα και να αναθεωρήσω για το ποιος είµαι, τι θέλω να κάνω, τι θέλω να προβάλω, πώς θέλω να εµφανίζοµαι, να πειραµατιστώ µε στίχους», αναφέρει καθώς µιλάµε για την περιρρέουσα ατµόσφαιρα.

Βλέποντας παλαιότερα βίντεό του, όντως, ήταν αρκετά διαφορετικός. Πιο… προβλεπόµενος θα έλεγα. Ενα συµπαθητικό παιδί µε ωραία φωνή που έπαιζε κιθάρα και έκανε killer διασκευές από ευρύ ρεπερτόριο. Ενώ σήµερα είναι η επιτοµή του genderfluid, µε έναν ήχο δικό του και αρκετά διαφορετικό. Το όνοµά του, δε, είναι τόσο ουδέτερο και genderless που σε εισάγει οµαλά στην περσόνα D3lta.

«Από µικρός µού άρεσε η ιδέα της περφόρµανς. Ηξερα ότι υπάρχουν πράγµατα που µόνο ένας εαυτός µου µπορεί να τα κάνει. Ο D3lta νιώθω ότι µπορεί να καταφέρει τα πάντα. Οταν έψαχνα να βρω όνοµα, ήθελα κάτι εύηχο που να έχει και νόηµα. Αναζητώντας έµπνευση στα παιδικά µου χρόνια, θυµήθηκα ότι ζούσε στο διπλανό µας διαµέρισµα ένας συγγραφέας, ο οποίος, επειδή ήθελε να κρύβει την ταυτότητά του, είχε το γράµµα ∆ παντού. Κι όταν ήµουν µικρός όλο αυτό µε είχε συνεπάρει πάρα πολύ, γιατί δεν καταλάβαινα τι κρύβει από πίσω. Μου αρέσει το µυστήριο που απλώνει αυτό το όνοµα, που δεν καταλαβαίνεις αν πρόκειται για γυναίκα ή άντρα ή για ολόκληρη µπάντα».

Κι ενώ στο live που τον άκουσα για πρώτη φορά ζωντανά είχε eyeliner και στο βιντεοκλίπ του Hey You τον βλέπει κανείς µε πούπουλα και full makeup, στη συνέντευξή µας ήρθε µε ένα τζιν και ένα basic τοπ.

«Οταν βγαίνεις από ένα καλούπι, είναι επικίνδυνο να µπεις στο επόµενο. Γι’ αυτό δεν πρέπει να είσαι τίποτα. Και πολλοί φίλοι µου µε έβλεπαν έτσι όπως εσύ τώρα και µια µέρα µε είδαν µε µακιγιάζ. Κάποιοι έπαθαν σοβαρό σοκ!» µου λέει γελώντας και µου διηγείται παραστατικά τις αντιδράσεις τους.

Η αλήθεια είναι πως δεν θα µπορούσε να µε βρίσκει περισσότερο σύµφωνη η εικόνα που έχει για το gender fluidity. «Είµαι από τη φύση µου αντιδραστικός και το διασκεδάζω που σε κάποιον πιο συντηρητικό τού σπάω το κουτάκι για το πώς θα έπρεπε να µοιάζω ή να φαίνοµαι. ∆εν καταλαβαίνω γιατί να υπάρχει ο διαχωρισµός στο τι είναι γυναικείο και τι αντρικό. Ηµουν στην Αγγλία σε ένα κατάστηµα µε ρούχα και ζητάω να δοκιµάσω ένα πουκάµισο από το γυναικείο τµήµα. Με ρωτάει λοιπόν ο πωλητής σε τι νούµερο το θέλω και του λέω πως δεν ξέρω, αρκεί να µου κάνει κι εκείνος σοκαρισµένος µε ρώτησε αν είναι για µένα. ∆εν καταλαβαίνω γιατί να νιώσω κάπως επειδή είδα ένα φανταστικό πουκάµισο. Ασε το µαγαζί ελεύθερο και άσε τον καθένα να πάρει ό,τι θέλει», µου λέει και συνεχίζει: «Οταν ο τραγουδιστής των Maneskin έβαλε τα πόδια του µε τα τακούνια πάνω στο τραπέζι της συνέντευξης Τύπου ήταν µια από τις πιο καταπληκτικές στιγµές της Eurovision που έχω δει. Γιατί η ροκ θεωρητικά σπάει τα στερεότυπα, είναι πιο unapologetically honest και ελευθεριακή.
Ή, τέλος πάντων, έτσι ήταν κάποτε». Τελικά, το genderfluid σχετίζεται και µε τη σεξουαλική προτίµηση; «Για µένα η πιο σωστά τοποθετηµένη απάντηση είναι: δεν έχει σηµασία!»

Σε αυτό το σηµείο, που µαζεύτηκαν πολλές αναφορές στην Αγγλία, πρέπει να σας πω ότι ο D3lta είναι Ελληνοβρετανός, από Ελληνα πατέρα και Αγγλίδα µητέρα. Οι γονείς του είναι χωρισµένοι κι εκείνος µεγάλωσε µε τη µητέρα και τη γιαγιά του στην Αθήνα. Γι’ αυτό ίσως έχει και σε µεγάλη εκτίµηση τις γυναίκες. Η µητέρα του, µου αναφέρει, ότι ζωγραφίζει και καταπιάνεται µε πολλά καλλιτεχνικά πράγµατα, ενώ ο πατέρας του, µεταξύ άλλων, παίζει ασύλληπτο πιάνο. Ο ίδιος ξεκίνησε να παίζει στα 5 του καταναγκαστικά.

«Έχω βίντεο από την πρώτη µου συναυλία, σε ηλικία 6 χρόνων, όπου κάθοµαι στο πιάνο του σχολείου και ξεκινώντας να παίζω το τραγούδι παίζω λάθος τη νότα και βάζω τα κλάµατα. Φεύγω από τη σκηνή ντροπιασµένος και το βίντεο συνεχίζει µε –το πολύ γλυκό της υπόθεσης– τον µπαµπά µου, ο οποίος εµφανίζεται στη σκηνή κρατώντας µε από το χέρι και κάθεται µαζί µου στο πιάνο και τελειώνω το τραγούδι», µου διηγείται…

Μπορεί πια να γράφει καταπληκτικά singles µε παραγωγό τον Jim Abbiss (Arctic Monkeys, Kasabian, Adele) και το πρωί µαζί µε τον καφέ του να διαβάζει συνεντεύξεις διάφορων µουσικών από το ’60 και το ’70, αλλά δεν ήταν έτσι πάντα. «Περίπου στα 8 µου, έψαχναν παιδιά µε καλές φωνές για τη χορωδία του σχολείου. Εγώ ήθελα σχεδόν µανιακά να µπω, αλλά δεν το παραδεχόµουν. Επειδή όλα τα αγόρια έλεγαν “δεν θέλω”, ε, συµφωνούσα µαζί τους. Θυµάµαι να είµαστε στη σειρά και να µας επισκέπτεται ο δάσκαλος και να µας λέει να τραγουδήσουµε δύο νότες προκειµένου να δει αν έχουµε καλή φωνή. Ερχεται η σειρά µου και µόλις λέω τις δύο νότες, µου λέει “εσύ θα έχεις ωραία φωνή µόλις µεγαλώσεις”. Ηταν µαχαίρι στην καρδιά, αλλά τελικά είδες πώς τα έφερε η µοίρα!» (γέλια)

Στα 17 του έφυγε για Αγγλία για να σπουδάσει στο UCL –εκεί σπούδασαν και οι Coldplay– µηχανολόγος µηχανικός. «Εκεί αναµείχθηκα µε τη µουσική, καθώς φτιάχναµε µπάντες. Ηταν τότε που βρήκα καλλιτεχνικά τον εαυτό µου. Γύρισα πίσω µετά από πέντε χρόνια για να πάω στρατό και να δω τι θα κάνω». Για την ιστορία, τη σχολή την τελείωσε. Εκτοτε έφτιαξε αρκετές µπάντες, αλλά κάθε φορά κάποιο µέλος έπρεπε να εγκαταλείψει και εκείνος να δηµιουργήσει ένα γκρουπ από την αρχή. Ετσι, αποφάσισε πως µια σόλο καριέρα ίσως θα είχε λιγότερα πρακτικά σκαµπανεβάσµατα. «Είχαµε γράψει µερικά τραγούδια πριν διαλυθεί και η τελευταία µου µπάντα, τα είχαµε στείλει και εκ των υστέρων έλαβα ένα τηλεφώνηµα από τον κ. Μακράκη από τη Feelgood, ο οποίος είχε βρει ενδιαφέρον το υλικό που του είχαµε στείλει. Του είπα πως η µπάντα διαλύθηκε και, αφού µε ρώτησε ποιος γράφει τα τραγούδια, αποφασίσαµε να τα παίζω εγώ µόνο µε µια κιθάρα».

Ξέρει µπάσο, κιθάρα και πιάνο, αλλά δεν ήθελε να κάνει one man show. «Ασχολούµουν µέχρι και µε την παραγωγή. Είχαµε στείλει µερικά κοµµάτια µου σε εταιρείες στο εξωτερικό και είχαµε θετικό feedback, αλλά µας πρότειναν πρώτα να δηµιουργήσουµε κοινό στην Ελλάδα. Ετσι στην αρχή ζούσα µέσα στο στούντιο και ασχολούµουν µέχρι και µε το τι ήχο θα είχε το ταµπούρο. Ηταν όµορφα και δηµιουργικά, έµαθα άπειρα πράγµατα από αυτήν τη διαδικασία. Από το στούντιο περνούσαν πολλοί µουσικοί, οι οποίοι µε βοήθησαν».

Αρκετά αργότερα, η περίοδος της καραντίνας τον βρίσκει να γράφει τραγούδια στο home studio ενός φίλου του (ο οποίος γράφει µουσική για ταινίες) και να χρησιµοποιεί, αντί για µικρόφωνο, boom ταινιών προκειµένου να στείλει τα κοµµάτια του σε διάφορες εταιρείες. Εκεί κάπου ξεκινά και η γνωριµία του µε τον Jim Abiss.

«Πήγα στην Αγγλία και έκανα καραντίνα για 10 µέρες σε ένα στούντιο όπου γράφαµε µε τον Abiss, και ήταν από τις πιο όµορφες και πιεστικές µέρες της ζωής µου. ∆ουλεύαµε 12-14 ώρες τη µέρα. Το πρόγραµµα ήταν πολύ αυστηρά δοµηµένο, αλλά όταν πια τελειώναµε παίζαµε όλοι µαζί Pro. Τις 10 αυτές µέρες δεν υπήρχε περιθώριο να µην έχεις όρεξη. Ησουν σαν αθλητής που προετοιµάζεται όλη του τη ζωή και πρέπει να τα δώσει όλα αυτές τις 10 µέρες. Σκέψου πως το Hey You το ηχογραφήσαµε στους 5°C. ∆εν γινόταν να αλλάξει, γιατί θα άλλαζε και το κούρδισµα στο πιάνο».

Από εκείνη τη µέρα που τον είδα ζωντανά για πρώτη φορά, στο six d.o.g.s, δεν µπορώ να ξεχάσω ότι µε την ενέργειά του ο D3lta κατάφερε να ξεσηκώσει ένα κοινό που ήταν εµφανώς (και καλώς) ετερόκλητο. Τι µπορεί να είναι καλύτερο από αυτό το συναίσθηµα όταν είσαι πάνω στη σκηνή; «Το ωραίο στα live είναι πως ζούµε όλοι µαζί µια στιγµή που έχει συγκεκριµένη διάρκεια και µετά χάνεται. Ακόµα κι αν το βιντεοσκοπήσεις, το vibe δεν µπορείς να το έχεις ξανά. Οµως τη στιγµή που θα είµαι στο στούντιο και θα µου έρθει µια καλή ιδέα ή ένας στίχος ολόκληρος, νιώθω ότι έκανα κάτι όµορφο και σηµαντικό – χωρίς να θέλω να ακουστώ κάπως. Οταν είµαι στο πιάνο και µου συµβαίνει αυτό, ανατριχιάζω ολόκληρος. Είναι σαν να έχεις ένα ελαφάκι και να µην πρέπει να το φοβίσεις γιατί θα φύγει. Είναι σαν αναλαµπή».

To άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο τεύχος Φεβρουαρίου του περιοδικού Instyle

Tags:

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Newsletter

#StayInStyle

Λάβετε ειδοποίηση για νέα άρθρα