Τι είναι το Σύνδρομο Στοκχόλμης – Γιατί το θύμα αγαπά τον βασανιστή του, αντί να τον μισεί

Ένα από τα πιο διαδεδομένα ψυχολογικά φαινόμενα που προκύπτουν σε περιπτώσεις ομηρείας είναι το Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Συγκεκριμένα είναι η τάση του θύματος να αναπτύσσει έναν ψυχολογικό δεσμό και αισθήματα συμπάθειας και υποστήριξης προς τον απαγωγέα του.

Η ονομασία του όρου προέκυψε για πρώτη φορά το 1973 κατά τη διάρκεια μιας ληστείας τράπεζας στην πλατεία Norrmalmstorg στην Στοκχόλμη της Σουηδίας. Αυτό ήταν και το πρώτο γεγονός εγκλήματος στην Σουηδία που μεταδόθηκε ζωντανά από την τηλεόραση. Ο Σουηδός εγκληματολόγος και ψυχίατρος, Nils Bejerot, ήταν εκείνος που επινόησε τον όρο “Σύνδρομο της Στοκχόλμης” μελετώντας την εν λόγω ληστεία του 1973.

Το χρονικό της ληστείας

Στις 23 Αυγούστου του 1973, ο σεσημασμένος Jan-Erik Olsson εισέβαλε στην Kreditbanken, μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Στοκχόλμης και υπό την απειλή όπλου κράτησε ομήρους τέσσερις από τους υπαλλήλους, τρεις γυναίκες και έναν άντρα. Οι όμηροι κρατήθηκαν μέσα σε ένα από τα θησαυροφυλάκια της τράπεζας για έξι ολόκληρες μέρες, όσο ο Olsson διαπραγματευόταν με τις αρχές.

Ο απαγωγέας ζητούσε πάνω από 700.000 δολάρια σε σουηδικό και ξένο νόμισμα, ένα αυτοκίνητο για να διαφύγει, καθώς και την απελευθέρωση από την φυλακή του Clark Olofsson, καταδικασμένου για ένοπλη ληστεία και δολοφονία αστυνομικού. Η αστυνομία, με το βλέμμα στραμμένο στην προστασία των ομήρων, ικανοποίησε τα αιτήματα του δράστη, όμως αρνήθηκε τον όρο του να τον αφήσουν να φύγει μαζί με τους αιχμαλώτους υπαλλήλους, όπως ήθελε για να εξασφαλίσει την ασφάλειά του.

Η υπόθεση της ομηρείας γέμισε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τα δελτία ειδήσεων στη Σουηδία, αλλά και όλο τον κόσμο. Εν τω μεταξύ όμως, μέσα στο θησαυροφυλάκιο οι όμηροι άρχισαν να αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη σχέση με τον απαγωγέα τους. Οι ίδιοι ανέφεραν πως ο Olsson τους φερόταν πολύ καλά, ευγενικά και καλοπροαίρετα, χωρίς να τους πειράξει ποτέ.

Όταν μια από τους ομήρους, η Kristin Enmark, κρύωνε, εκείνος της πρόσφερε ένα μάλλινο σακάκι να σκεπαστεί, την ηρέμησε όταν είδε κάποια στιγμή ένα άσχημο όνειρο, ενώ της έδωσε και μια σφαίρα από το όπλο του για αναμνηστικό. Όταν η Birgitta Lundblad δεν μπορούσε να βρει στο τηλέφωνο τους γονείς της, ο δράστης την προέτρεπε να προσπαθήσει ξανά και να μην ανησυχεί. Επέτρεψε επίσης στην Elisabeth Oldgren να βγει από το θησαυροφυλάκιο εξαιτίας της κλειστοφοβίας της.

Ήδη από τη δεύτερη μέρα ομηρείας, οι τέσσερις υπάλληλοι είχαν αρχίσει να βλέπουν περισσότερο εχθρικά την αστυνομία από τους απαγωγείς τους. Αυτό διαπίστωσε και ένας από τους αστυνομικούς όταν μπήκε στον χώρο για να επιβεβαιώσει ότι οι αιχμάλωτοι ήταν υγιείς. Κυκλοφόρησε και στον Τύπο η πεποίθηση ότι οι δράστες δεν πρόκειται να βλάψουν τα θύματα, αφού φαίνεται να “τα έχουν βρει” μεταξύ τους.

Η Enmark επικοινώνησε τηλεφωνικά μέχρι και με τον τότε πρωθυπουργό της χώρας, Olof Palme, ζητώντας του να επέμβει ώστε να επιτραπεί στους απαγωγείς να διαφύγουν με το αυτοκίνητο και να πάρουν κι εκείνη μαζί τους.

“Εμπιστεύομαι απόλυτα τον Clark και τον ληστή. Δεν είμαι απελπισμένη. Δεν μας έχουν κάνει το παραμικρό. Αντιθέτως, ήταν πολύ καλοί μαζί μας. Αλλά ξέρεις, Olof, φοβάμαι πως η αστυνομία θα επιτεθεί και θα μας κάνει να πεθάνουμε.” 

Κάποια στιγμή ο Olsson απείλησε τους αστυνομικούς ότι θα πυροβολούσε στο πόδι τον άντρα της παρέας, τον Sven Safstrom, κι εκείνος δήλωσε αργότερα ότι “το βρήκε πολύ ευγενικό που ήθελε να τον τραυματίσει μόνο στο πόδι”. Η Enmark μάλιστα φαίνεται πως προσπάθησε να τον πείσει εκείνη τη στιγμή να δεχτεί τη σφαίρα λέγοντάς του “Sven, είναι απλά στο πόδι”.

Οι απαγωγείς πάντως τελικά δεν πείραξαν ποτέ τους ομήρους και οι όμηροι είχαν πάρει το μέρος τους απέναντι στην αστυνομία, που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τους ελευθερώσει.

Τελικά, στις 28 Αυγούστου, 6 ημέρες ομηρείας αργότερα, η αστυνομία κατάφερε να ανοίξει μια τρύπα στο θησαυροφυλάκιο, από όπου έριξε μέσα δακρυγόνα αναγκάζοντας τους δράστες να παραδοθούν. Οι τέσσερις όμηροι προστάτευαν μέχρι τελευταία στιγμή τους απαγωγείς τους ζητώντας από την αστυνομία να μην τους κάνουν κακό, ενώ όταν βρέθηκαν όλοι έξω αγκαλιάστηκαν μεταξύ τους και χαιρετήθηκαν!

Οι όμηροι μάλιστα αργότερα επισκέπτονταν τους δράστες στη φυλακή αναπτύσσοντας περαιτέρω φιλικές σχέσεις.

Το φαινομενικά παράλογο δέσιμο των θυμάτων με τους απαγωγείς μπέρδεψε την αστυνομία, αλλά και την κοινή γνώμη και κάποιοι έκαναν λόγο και για πιθανή σχεδιασμένη συνεργασία κάποιων ομήρων με τους ληστές. Στην πραγματικότητα όμως και οι ίδιοι οι όμηροι φαινόντουσαν μπερδεμένοι με τα συναισθήματα που τους είχαν δημιουργηθεί. Η Enmark είχε πει χαρακτηριστικά στον ψυχίατρό της: “Πάει κάτι λάθος με μένα; Γιατί δεν τους μισώ;”

Οι ψυχίατροι που ασχολήθηκαν με την υπόθεση αποφάνθηκαν πως οι όμηροι είχαν προσκολληθεί συναισθηματικά στους απαγωγείς τους και όχι στην αστυνομία, επειδή γλύτωναν τον θάνατο. Αφού οι δράστες είχαν καλή συμπεριφορά και δεν έδειχναν πρόθεση να τους σκοτώσουν, οι όμηροι ένιωθαν καλύτερα μαζί τους και φοβόντουσαν περισσότερο την αστυνομία, που με μια ξαφνική έφοδό της μπορεί να κατέληγε σε δυσάρεστα για εκείνους γεγονότα.

Η απαγωγή της Patty Hearst

Ανάλογο γνωστό περιστατικό που το παράδοξο σύνδρομο απασχόλησε την κοινή γνώμη ήταν και η περίπτωση απαγωγής της Patty Hearst.

Τον Φεβρουάριο του 1974 η 19χρονη Patty Hearst, κόρη ενός γνωστού εκδότη εφημερίδων, απήχθη από το σπίτι της στο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνια από τρία μέλη της αντικυβερνητικής εγκληματικής οργάνωσης Symbionese Liberation Army. Η οργάνωση ζητούσε από την οικογένεια της κοπέλας να δώσει 70 δολάρια σε φαγητό σε κάθε άπορο άτομο της Καλιφόρνια.

Δύο μήνες μετά την απαγωγή της η Patty Hearst δήλωσε στην αστυνομία ότι πλέον είχε γίνει και η ίδια μέλος της οργάνωσης με την θέλησή της, συστήθηκε με το νέο της ψευδώνυμο και θεωρούσε τον εαυτό της έναν “αστικό αντάρτη”. Πράγματι η όμηρος εμφανίστηκε να συμμετέχει μαζί με τα μέλη της SLA σε ένοπλες ληστείες και άλλες εγκληματικές πράξεις το επόμενο διάστημα.

Όταν αργότερα συνελήφθη και δικάστηκε, υποστήριξε πως είχε δεχτεί σωματική και ψυχολογική κακοποίηση και πλύση εγκεφάλου για να γίνει μέλος της οργάνωσης. Χαρακτηρίστηκε ως μια κλασσική περίπτωση του Συνδρόμου της Στοκχόλμης, όμως αυτό δεν μπορούσε νομικά να αποτελέσει άλλοθι. Το δικαστήριο την θεώρησε συνειδητά υπεύθυνη για τις πράξεις της και την καταδίκασε. Έχοντας εκτίσει δύο χρόνια φυλάκισης τελικά αφέθηκε ελεύθερη με προεδρική χάρη.

Περίπτωση του Συνδρόμου της Στοκχόλμης συναντάμε και στην υπόθεση απαγωγής της Natascha Kampusch, που απήχθη σε ηλικία 10 ετών και έζησε 8 χρόνια σεξουαλικής κακοποίησης και ξυλοδαρμού στα χέρια του απαγωγέα της. Ζούσε όμως μαζί του προσπαθώντας συχνά να ξεγελάσει τον εαυτό της πως έχει μια φυσιολογική ζωή, ενώ όταν τελικά κατάφερε να δραπετεύσει δεν έκρυψε τα αισθήματα συμπόνοιας που είχε για εκείνον.

Η εξήγηση της ψυχολογίας

Από την πλευρά της ψυχολογίας το Σύνδρομο της Στοκχόλμης κινείται ουσιαστικά σε έναν βασικό και εξαιρετικά δυνατό παράγοντα: το ένστικτο της επιβίωσης.

Όταν ένα άτομο βρίσκεται υπό συνθήκες πίεσης, αναζητά ενστικτωδώς τρόπους να επαναφέρει την ισορροπία του. Για να αμυνθεί απέναντι στο άγχος που του δημιουργείται και να πάψει να φαίνεται ως θύμα, συνδέεται ασυνείδητα με αυτόν που του επιτίθεται και διαμορφώνει γι’ αυτόν θετικά συναισθήματα. Αυτομάτως ο “εχθρός” γίνεται ένα “καλό και φιλικό” πρόσωπο, άρα και “ακίνδυνο”.

Ο όμηρος ή το θύμα μιας τέτοιας συνθήκης αποδέχεται την κατάσταση ως άμυνα για να επιβιώσει και τείνει να αισθάνεται και ευγνωμοσύνη για μικρές πράξεις καλοσύνης που δέχεται από τον εκάστοτε κακοποιητή του. Μια καλή σχέση μεταξύ θύτη και θύματος επιτρέπει στο άτομο να σκέφτεται πιο ανθρωπιστικά πιστεύοντας ότι ο θύτης δεν είναι πια απειλή.

Εκτός από περιπτώσεις απαγωγής και ομηρείας, ενδείξεις που παραπέμπουν στο Σύνδρομο της Στοκχόλμης εμφανίζονται σε άτομα που έχουν βιώσει δυνατά γεγονότα κακοποίησης, όπως κακοποιημένες γυναίκες και παιδιά, αιχμάλωτοι πολέμου, θύματα αιμομιξίας, μέλη παραθρησκευτικών οργανώσεων, θύματα trafficking, αλλά και πιο “καθημερινές”, χειριστικές σχέσεις που βασίζονται στην άσκηση εξουσίας και φόβου (οικογενειακές, ερωτικές κτλ).

Το θύμα κακοποίησης χρησιμοποιεί ασυναίσθητα αυτό το συναισθηματικό δέσιμο με τον κακοποιητή του ως μια στρατηγική επιβίωσης στην μεταξύ τους κατάσταση. Με την συμπάθεια και την υποστήριξη που καλλιεργεί για εκείνον, αυξάνει τις πιθανότητες να λάβει καλύτερη συμπεριφορά και περισσότερη φροντίδα.

Φυσικά αυτό δεν συμβαίνει σε κάθε περίπτωση ομηρείας ή κακοποίησης. Κυρίως φαίνεται πως προκαλείται η εμφάνισή του από τέσσερις παράγοντες:

  • όταν το θύμα πιστεύει πως ο θύτης θα εκτελέσει τις απειλές του
  • όταν θεωρεί πως υπάρχει έστω κάποιο ποσοστό ανθρώπινης καλοσύνης στον θύτη
  • όταν το θύμα έχει απομονωθεί από άλλους ανθρώπους και τη γνώμη τους
  • όταν το θύμα αισθάνεται πως δεν έχει κανέναν τρόπο διαφυγής

Σε κάθε περίπτωση πάντως η ψυχολογική πίεση που βιώνει το θύμα και η ψυχοσωματική του κόπωση σ’ αυτή την προσπάθεια επιβίωσης, αντικατοπτρίζονται με διάφορες συμπεριφορές και συμπτώματα, όπως: ανησυχία, αγχωτική διαταραχή, κατάθλιψη, επιθετικότητα, ευερεθιστότητα, ενοχή, αποξένωση, αδυναμία, φόβος, θολή μνήμη, διαταραχές ύπνου, κακός βιορυθμός και επιδείνωση συνθηκών υγείας.

Τα συμπτώματα αυτά ενδέχεται να διαρκέσουν και για αρκετά χρόνια και είναι σημαντική για την αντιμετώπισή τους η ύπαρξη ψυχολογικής υποστήριξης και μιας βοηθητικής θεραπείας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του FBI, περίπου ένα 5% των θυμάτων απαγωγής εκδηλώνουν στοιχεία που παραπέμπουν στο Σύνδρομο της Στοκχόλμης.

Tags:

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Newsletter

#StayInStyle

Λάβετε ειδοποίηση για νέα άρθρα