Η οστεοπόρωση είναι μια εκφυλιστική νόσος των οστών η οποία «χτυπά» κυρίως τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Παρότι κατηγοριοποιείται ως ένα από τα τέσσερα πιο επικίνδυνα θέματα υγείας για τον πληθυσμό και ιδιαίτερα για τον γυναικείο, μια νέα μελέτη αποδεικνύει ότι πολλές γυναίκες είτε δεν κατανοούν, είτε υποεκτιμούν τις αρνητικές επιδράσεις της για την υγεία τους.
Το αποτέλεσμα είναι ότι συχνά η οστεοπόρωση δεν διαγιγνώσκεται και δεν θεραπεύεται κατάλληλα, σύμφωνα με online δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό «Menopause» της Βορειοαμερικανικής Εταιρείας Εμμηνόπαυσης (NAMS).
Τα τελευταία χρόνια η οστεοπόρωση έχει μετατραπεί σε μια σημαντική απειλή για τη δημόσια υγεία εξαιτίας των σοβαρών επιπτώσεών της στην ποιότητα ζωής και της αποδεδειγμένης σύνδεσής της με αύξηση της θνησιμότητας αλλά και με σημαντικό κόστος για τα συστήματα υγείας. Με δεδομένο ότι πρόκειται για μια νόσο που αναπτύσσεται όταν μειώνεται η πυκνότητα και η μάζα των οστών, το αποτέλεσμα της εμφάνισής της είναι εύθραυστα οστά τα οποία είναι πολύ πιο «ευάλωτα» στα κατάγματα.
Νέα μελέτη δείχνει ότι παρά τις σοβαρές συνέπειες της εκφυλιστικής αυτής πάθησης των οστών, οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που κυρίως πλήττονται – μία στις τρεις άνω των 50 ετών υφίστανται κάποιο κάταγμα – υποεκτιμούν τη βαρύτητά της με αποτέλεσμα να μη λαμβάνουν την απαραίτητη θεραπεία.
Σύμφωνα με το Διεθνές Ίδρυμα για την Οστεοπόρωση, μια στις τρεις γυναίκες άνω των 50 ετών θα υποστεί κάποιο κάταγμα, συμπεριλαμβανομένου του πιο σοβαρού κατάγματος που αφορά το ισχίο. Ποσοστό περίπου 24% των γυναικών που υφίστανται κάταγμα στο ισχίο πεθαίνουν μέσα σε ένα έτος ενώ το 40% των γυναικών που επιβιώνουν χάνουν την ικανότητα να περπατούν αυτόνομα.
Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο οστεοπόρωσης από τους άνδρες, κυρίως όσο μεγαλώνουν, επειδή οι ορμονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα κατά την εμμηνόπαυση έχουν άμεση επίδραση στην οστική πυκνότητα. Παρά την αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης της οστεοπόρωσης εξαιτίας της γήρανσης του παγκόσμιου πληθυσμού αλλά και τις σοβαρές επιπτώσεις της πάθησης, μια νέα κινεζική μελέτη έδειξε ότι ενώ οι περισσότερες γυναίκες γνωρίζουν τον όρο «οστεοπόρωση» δεν κατανοούν τους κινδύνους με τους οποίους συνδέεται ούτε τη σημασία της πρώιμης διάγνωσης και θεραπείας της.
Στη συγκεκριμένη μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 240 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ο επιπολασμός της νόσου έφθασε το 52,08%. Σχεδόν το 60% των συμμετεχουσών γνώριζαν λίγα για την οστεοπόρωση ενώ σχεδόν το 10% δεν είχε ακούσει ποτέ για αυτή. Το πιο ανησυχητικό ήταν το γεγονός ότι το 65% των γυναικών δεν είχε υποβληθεί σε καμία εξέταση οστικής πυκνότητας παρότι το 52,92% είχε υποστεί κάταγμα (η πλειονότητα καταγμάτων αποδόθηκε στην οστεοπόρωση). Οι περισσότερες από τις συμμετέχουσες δεν έλαβαν κάποια θεραπεία καθώς δεν γνώριζαν ότι είχαν τη νόσο. Και ήταν αξιοσημείωτο ότι το 41,25% δήλωσε ότι θα λάμβανε θεραπεία για την οστεοπόρωση μόνο αν εμφάνιζε κάποιο σύμπτωμα όπως ο πόνος.
Διπλασιασμός των καταγμάτων ως το 2035
Μεταξύ άλλων παρανοήσεων, οι περισσότερες συμμετέχουσες πίστευαν ότι η οστεοπόρωση είναι λιγότερο επικίνδυνη από την καρδιοπάθεια ενώ το 37,92% εξέφρασε την άποψη ότι η υπέρταση και ο διαβήτης είναι πολύ πιο επικίνδυνες παθήσεις από την οστεοπόρωση. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι τέτοιου είδους παρανοήσεις αποτελούν κύριους λόγους για τους οποίους τόσο λίγες γυναίκες εξετάζονται για οστεοπόρωση και λαμβάνουν θεραπεία. Χωρίς αποτελεσματικές θεραπείες που θα χορηγούνται εγκαίρως ο αριθμός των οστεοπορωτικών καταγμάτων και το συνδεόμενο με αυτά οικονομικό κόστος αναμένεται να διπλασιαστούν ως το 2035.
Η δρ Στεφανί Φομπιόν, ιατρική διευθύντρια της NAMS δήλωσε:
“Αυτή η μελέτη δείχνει ότι η οστεοπόρωση αποτελεί παγκόσμια απειλή για την υγεία με σημαντική επίδραση στη νοσηρότητα και στη θνησιμότητα καθώς και με τεράστιο κοινωνικο-οικονομικό κόστος”.
Kαι σημείωσε σχολιάζοντας τα αποτελέσματα: “Από τη σκοπιά της δημόσιας υγείας απαιτείται εκπαίδευση του κοινού ώστε να αυξηθεί η γνώση σχετικά με τη νόσο. Οι γιατροί μπορούν να βοηθήσουν τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες να βελτιώσουν τη σκελετική υγεία τους αναφέροντάς τους τους παράγοντες κινδύνου για κατάγματα, συμβάλλοντας στο να μειώσουν τους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου μέσω αλλαγών στη διατροφή και στον τρόπο ζωής τους και χορηγώντας φαρμακευτικές θεραπείες στις γυναίκες υψηλού κινδύνου για οστεοπόρωση ή κάταγμα.”