Ο Πέτρος Κωστόπουλος ήταν καλεσμένος στην εκπομπή “Στούντιο 4” το απόγευμα της Τετάρτης. Ο γνωστός εκδότης μίλησε μεταξύ άλλων για φοιτητικά χρόνια που έζησε πρώτα στο Παρίσι και έπειτα στις Βρυξέλλες.
«Από το Παρίσι πήγα στις Βρυξέλλες, όταν ήμουν μωρό 25 – 26 χρόνων ο πρώτος υπάλληλος επιστημονικού επιπέδου στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Όπου στις Βρυξέλλες είδα λεφτά, πολλά λεφτά. Δηλαδή ο μπαμπάς μου μού έστελνε 4.000 δραχμές και αυτό το συμπλήρωνα δουλεύοντας σε πράγματα και κλέβοντας κάποια προϊόντα από τα σούπερ μάρκετ. “Δανειζόμουν” δηλαδή τυρί καλό, “δανειζόμουν” μπιφτέκια».
Εγώ το λέω τώρα γιατί δεν μπορούν να με συλλάβουν πια, έχουν περάσει πολλά χρόνια. Ζήταγα από τον πατέρα μου λεφτά για να κάνω τα μαθήματα, να αγοράσω βιβλία και πήγαινα και “ξήλωνα” όλη τη επωνυμία. Μπαίναμε μέσα και φεύγαμε με 5 τη φορά! Άλλα 5 την άλλη μέρα και άλλα 5. Δηλαδή αυτό ήταν ένα συμπλήρωμα εισοδήματος το οποίο νομίζω πως είναι νόμιμο, δεν έλειψε από την επωνυμία κάτι», είπε αρχικά ο Πέτρος Κωστόπουλος.
Και συνέχισε: «Και ρόδες κλέβαμε από αυτοκίνητα. Τις βάζαμε μετά στα δικά μας αυτοκίνητα. Βρίσκαμε ένα ίδιο αλλά να ανήκει σε κάποιον πλούσιο, όπως ήταν οι Άραβες που είχαν λεφτά. Μάλιστα βάζαμε και πίσω ρόδες, δεν τα αφήναμε σε τούβλα, οπότε ήταν “ανταλλαγή” αυτό».
«Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές μπορεί να σκεφτείς μέχρι και να πυροβοληθείς»
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ο Πέτρος Κωστόπουλος αναφέρθηκε στην πτώχευση του εκδοτικού του οίκου (ΙΜΑΚΟ).
«Όταν συμβαίνει αυτό, παθαίνεις ψυχολογικό κλακάζ, τρελαίνεσαι. Μπορεί να πάθεις βαριά κατάθλιψη, να πάρεις χάπια. Γιατί δεν είναι ένα πράγμα, είναι πολλά πράγματα. Έπρεπε να καταλάβω νωρίτερα ότι τελειώνει όλο αυτό, γιατί έκανα κακό στα ίδια μου τα παιδιά.
Για έναν άνθρωπο που χάνει τα πάντα και έχει δώσει τα πάντα είναι πολύ σκληρό. Μετά από λίγο συνέπεσε και το διαζύγιο μου, ήταν πολύ δύσκολο. Αυτοί οι μισθοί που έδινα εκεί δεν έχουν επανέλθει ποτέ μέχρι και σήμερα. Δεν είναι ότι ήμουν καλός, έτσι ήταν», επισήμανε ο Πέτρος Κωστόπουλος.
Και κατέληξε: «Η ΙΜΑΚΟ ήταν το πρώτο μαγαζί που είχε τους πιο πολλούς γκέι. Ήταν ένα μαγαζί πολύ ανοιχτό και στα γραπτά και στην αντίληψη και σε όλα. Έβγαιναν τότε κάποιοι αντίπαλοι να γράψουν πράγματα αλλά δεν με ενδιέφερε καθόλου. Σήμερα στον δρόμο λαμβάνω την καλύτερη εικόνα από τον κόσμο που με χαιρετάει.
Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές το μόνο που σε κρατάει είναι τα παιδιά. Μπορεί να σκεφτείς μέχρι και να πυροβοληθείς, να δώσεις μία με ένα πιστόλι και να φύγεις. Αν εσύ δεις το παιδί σου και σκεφτείς τι μπορεί να πάθει αν εσύ κάνεις καμιά χαζομάρα, αυτό αρκεί. Αυτό είναι ένα υπέροχο σωσίβιο».