Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που όλα αλλάζουν σε μια στιγμή. Μια απώλεια, μια προδοσία, το τέλος μιας σχέσης ή ακόμη και το κλείσιμο ενός κύκλου που, αν και το βλέπαμε να πλησιάζει, δεν ήμασταν ποτέ έτοιμοι να το δεχτούμε. Εκείνες τις στιγμές, πολλοί από εμάς προσπαθούμε να σταθούμε όρθιοι, να δείξουμε δυνατοί, να μην αφήσουμε τα δάκρυα να μας προδώσουν. Ίσως γιατί έτσι μάθαμε. Ίσως γιατί φοβόμαστε πως αν λυγίσουμε, δεν θα ξανασηκωθούμε.
Ο Jorge Bucay, μέσα από το συγκινητικό και γεμάτο αλήθειες βιβλίο του «Ο δρόμος των δακρύων», μας θυμίζει ότι δεν χρειάζεται να προσποιούμαστε. Ότι δεν είναι μόνο το πένθος για τον θάνατο που μας πονά, αλλά και οι μικρές ή μεγάλες απώλειες που βιώνουμε καθημερινά. Ένας άνθρωπος που φεύγει, μια φιλία που χαλάει, μια δουλειά που χάνεται, ένα όνειρο που μένει ανεκπλήρωτο. Όλα αυτά αφήνουν μέσα μας ένα κενό. Και το πιο γενναίο που μπορούμε να κάνουμε είναι να το αναγνωρίσουμε.

Ο Bucay επιμένει ότι το να θρηνούμε, να στεναχωριόμαστε και να αφήνουμε τον εαυτό μας να πονέσει είναι απαραίτητο. Δεν είναι αδυναμία, είναι δείγμα σεβασμού προς αυτό που χάθηκε και προς εμάς τους ίδιους. Γιατί το πένθος, λέει, δεν έχει ημερομηνία λήξης. Είναι μια διαδικασία που δεν ακολουθεί χρονοδιαγράμματα, δεν μετριέται σε μέρες, εβδομάδες ή μήνες. Ο καθένας έχει τον δικό του ρυθμό, τον δικό του τρόπο να κλείνει πληγές.
Σύμφωνα με τον Bucay, η κοινωνία μάς μαθαίνει από μικρούς να αποφεύγουμε τη θλίψη, να τη θεωρούμε κάτι κακό, κάτι που πρέπει να κρύβουμε. Κι όμως, είναι ένα από τα πιο φυσιολογικά ανθρώπινα συναισθήματα. Είναι εκεί για να μας δείξει ότι κάτι σημαντικό υπήρχε, ότι κάτι πολύτιμο χάθηκε. Και μέσα από αυτόν τον πόνο, θα αναδυθεί σιγά σιγά η αποδοχή και η συμφιλίωση με τη νέα μας πραγματικότητα.

Ο «δρόμος των δακρύων» δεν είναι μια διαδρομή που περπατιέται εύκολα. Έχει μοναξιά, θυμό, απογοήτευση, στιγμές αδυναμίας. Αλλά όσο δύσκολος κι αν μοιάζει, είναι ένας δρόμος που οδηγεί πάντα στη γαλήνη. Γιατί όταν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να λυγίσει, να θυμώσει, να κλάψει, τότε μόνο μπορούμε να προχωρήσουμε πραγματικά. Κι αυτό δεν σημαίνει ότι ξεχνάμε. Σημαίνει ότι συμφιλιωνόμαστε με την απώλεια και βρίσκουμε χώρο μέσα μας για όσα όμορφα μπορεί να έρθουν στη συνέχεια.

Ο Bucay μάς υπενθυμίζει με την απλότητα του λόγου του ότι δεν υπάρχει «σωστός» τρόπος να πενθείς. Δεν χρειάζεται να φανείς δυνατός. Δεν χρειάζεται να πεις «είμαι καλά» όταν δεν είσαι. Το μόνο που χρειάζεται, είναι να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου. Να του δώσεις τον χρόνο και τον χώρο που του αξίζει. Γιατί στο τέλος, όσο κι αν δεν το πιστεύεις τώρα, θα τα καταφέρεις.
Και όταν φτάσεις στην άκρη αυτού του δύσκολου δρόμου, δεν θα είσαι ο ίδιος. Θα είσαι πιο αληθινός. Πιο ουσιαστικός. Και ίσως, λίγο πιο σοφός.
Γιατί όπως λέει κι ο Bucay: «Δεν είμαστε δυνατοί επειδή δεν λυγίζουμε, αλλά επειδή βρίσκουμε τη δύναμη να ξανασηκωθούμε».