Search
Close this search box.
Γιώργος Νανούρης στο InStyle: Μια συνέντευξη και φωτογράφιση που μαγνητίζει
γιώργος νανούρης
Credit: InStyle Greece/Φωτογραφία: Πάνος Γιαννακόπουλος, Styling: Ναταλία Μπαλτά, Grooming: Μαριάννα Μούτσου, Βοηθοί φωτογράφου: Γιώργος Καπράνος, Χρήστος Καβούρης

O σκηνοθέτης και ηθοποιός Γιώργος Νανούρης –πολύ πιο ώριμος, πεντάγλυκος και βαθιά συγκινητικός –μας συστήνει τη νέα εκδοχή του εαυτού του και δεν μπορούμε να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω του.

Ήταν σκυλόφιλος, αποκλειστικά. Είχε ένα μικρό σκυλάκι για χρόνια. Τώρα έχει την Ντέζι, η οποία πρέπει να είναι η πιο γλυκιά γάτα που υπάρχει στην Κυψέλη. Λόγω της Ντέζι αγάπησε όλες τις γάτες. «Τα σκυλιά είναι, ας πούμε, όπως οι άντρες και οι γάτες είναι σαν τις γυναίκες. Εχουν την ευφυΐα, την εξυπνάδα, την πονηριά των γυναικών, ενώ τα σκυλιά είναι λίγο πιο… πρώτο επίπεδο» μου σχολιάζει και συμφωνώ, ως γατομάνα, επίσης πρώην φανατική των σκύλων.

Βέρος Κυψελιώτης, έλειψε μόνο για δεκατέσσερα χρόνια. Πήγε στην πλατεία Βικτωρίας. Μπορεί να έφυγε από το σπίτι του, αλλά ήθελε να είναι κάπου στο κέντρο. Εκεί που είναι όλα τα θέατρα, γιατί τελειώνει τη δουλειά του βράδυ και γυρίζει, με ζέστη και με κρύο, πάνω στη μηχανή του, ένα παλιό αλλά θρυλικό XT600. «Μου την έχουν κλέψει δύο φορές. Την έχω βρει και τις δύο. Τη μια έκαναν ληστεία τράπεζας και μου τη βρήκε η αστυνομία ύστερα από τρεις μήνες, γιατί την είχα δηλώσει. Και η επόμενη φορά ήταν τώρα πρόσφατα. Πήγα και τη δήλωσα και την επόμενη μέρα τη βρήκα λίγο πιο κάτω. Την είχαν κλέψει, ξέρεις, για να πάρουν τη βενζίνη. Μου ήρθε να τους πω “ρε παιδιά, κι άλλες φορές μού έχουν κλέψει τη βενζίνη, δεν έχουν μετακινήσει και τη μηχανή”. (γέλια) […] Και έχει πλάκα γιατί άλλη μια φορά, στο Μεταξουργείο, στο διάλειμμα, στη σχολή που διδάσκω, βγαίνω έξω και πάω στον φούρνο να πάρω κάτι. Βλέπω δύο που προσπαθούν να κλέψουν μια μηχανή στις 12.00 το μεσημέρι. Τους είδα που προσπαθούσαν να τη βάλουν μπροστά, γιατί το έκαναν βέβαια και πάρα πολύ άνετα, με πολύ θράσος. Κι ενώ τους προσπερνάω, μετά σκέφτομαι “Γιώργο, αυτή είναι μηχανή σου”. Και γυρίζω πίσω και τους λέω “τι κάνετε εκεί;”. Δεν ξέρω για ποιον λόγο είχα μια τερατώδη ψυχραιμία. Μου γυρίζει ο ένας βέβαια ότι είναι ενός φίλου του και του λέω “δεν είναι ενός φίλου σου, είναι δικιά μου μηχανή”. (γέλια) Μου ζητάνε συγγνώμη, λοιπόν, και τους λέω “αφήστε την τώρα κάτω και φύγετε”. Φεύγουν και τους φωνάζω πίσω: “Να σας πω, ελάτε να φτιάξετε λίγο τα καλώδια γιατί δεν ξέρω”. Και μου την ξανασύνδεσαν». (γέλια)

Τη λέω «θρυλική» γιατί με αυτήν τη μηχανή πήγαινε βόλτες από τον μικρό του σκύλο, που γύριζαν μαζί τα βράδια μετά το θέατρο, μέχρι τη Μαρινέλλα. Φυσικά, έχει ζήσει και όλα τα παραπάνω σκηνικά κάλλους μαζί της.

Γιώργος Νανούρης
Credit: InStyle Greece/Φωτογραφία: Πάνος Γιαννακόπουλος, Styling: Ναταλία Μπαλτά, Grooming: Μαριάννα Μούτσου, Βοηθοί φωτογράφου: Γιώργος Καπράνος, Χρήστος Καβούρης
/ Σακάκι και μπλούζα Marks & Spencer. Παντελόνι Zara.

Ξέρουμε λοιπόν ότι ξεκίνησε τη ζωή του από την Κυψέλη και ξέρουμε επίσης ότι σπούδασε Θεατρολογία αλλά και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. «Πρώτα Ωδείο και μετά Θεατρολογία. Γιατί είχα το κόμπλεξ, επειδή όλα μου τα αδέρφια έχουν πάει πανεπιστήμιο. Πιο πολύ δηλαδή γι’ αυτό το έκανα, παρά για οτιδήποτε άλλο… Ξέχωρα που, ούτως ή άλλως θέλω να κυκλώσω το αντικείμενό μου. Αλλά το βασικό μου κίνητρο ήταν να μην είμαι αυτός που δεν έχει πάει πανεπιστήμιο. Και μετά πήγα και στην ΕΡΤ και έκανα ένα σεμινάριο σκηνοθεσίας ψηφιακού σινεμά. Οπότε όπως μπορούσα το κύκλωσα γύρω γύρω».

Στο ραντεβού μας πήγα 10 λεπτά νωρίτερα. Προτιμώ να περιμένω, παρά να με περιμένουν. Ε, λοιπόν, τον βρήκα έξω από το καφέ να με περιμένει. «Είμαι πολύ τυπικός με τα ωράρια. Τα παιδιά στη σχολή καμιά φορά μού λένε “άργησα γιατί άργησε το λεωφορείο”. Και τους λέω πως αυτός που το θέλει πραγματικά, προκειμένου να μην αργήσει, κάθεται μισή ώρα πριν και περιμένει κάτω στη γραμματεία». Δεν έχει άδικο. Κι αν σας πέρασε από το μυαλό ότι μιλάμε για έναν αυστηρό άνθρωπο, θα σας διόρθωνα και θα έλεγα ότι πρόκειται για έναν καθ’ όλα ανθρωποκεντρικό και γλυκό άνθρωπο. Αυστηρός είναι μόνο με τον εαυτό του.

Στο off the record, μου είπε τα πιο μεγάλα επιτεύγματά του εν είδει ιστορίας. Όχι για να μου τα πει, αλλά για να μου διηγηθεί την ιστορία. Και επειδή ήξερε ότι θα τα γράψω, μου σημείωνε κάθε φορά «off the record».

Εν τω μεταξύ, καθώς μιλάμε περνάει ένας άστεγος και μας ζητάει χρήματα και αυτός βγάζει και του δίνει μια χούφτα κέρματα – όσα περίπου είχε μέσα στο πορτοφόλι του. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Δεν δένεται πια με τίποτα άψυχο. Αν πας σπίτι του, επειδή είναι πολύ τακτικός, μπορεί να δίνει την αντίθετη εντύπωση, όμως δεν τον νοιάζει να του το κάνεις ανάστα. «Εχω αποσυνδεθεί πια από αυτό, έχω ελευθερωθεί». Σπίτι του είναι και το θέατρο. Κάθε θέατρο, αλλά λίγο περισσότερο το Αλκυονίς, το κτίριο του οποίου έχει ανακηρυχτεί σύμβολο σύγχρονου πολιτισμού. Εκεί παίζεται η παράστασή του Ήταν όλοι τους παιδιά μου.

Έχω την αίσθηση όσο μιλάω μαζί του ότι πρόκειται για ένα παιδί. Ή, μάλλον, μέσα από τη συνομιλία μας έχουμε γίνει και οι δύο παιδιά. Μιλάμε και αφήνουμε να εκτεθούν κομμάτια μας τόσο εσωτερικά ο ένας του άλλου, που μόνο ένας άνθρωπος με παιδική ψυχή μπορεί να το κάνει αυτό σε μια ενήλικη συνέντευξη για ένα περιοδικό. Έτσι είναι ο Γιώργος. Μου λέει ότι νιώθει πιο ελεύθερος από ποτέ. Και όταν είσαι ελεύθερος, πας αυτόματα μακριά από κοινωνικές συμβάσεις και «πρέπει».

Ξεκίνησες το 2000 ως ηθοποιός. Είχες ποτέ στο μυαλό σου ότι θα ασχοληθείς με τη σκηνοθεσία; Ποτέ. Η σκηνοθεσία είναι το μόνο πράγμα, νομίζω, που έχω κάνει απρογραμμάτιστα. Όλα τα άλλα τα έχω προγραμματίσει, τα χω οργανώσει, τα έχω σκεφτεί, τα έχω οραματιστεί.

Πώς συνέβη να το κάνεις αυτό και δεν το φοβήθηκες;

Κοίταξε να δεις, πάντα ήμουν πολύ οργανωτικός και όταν έβλεπα μια παράσταση σκεφτόμουν πάρα πολλούς τρόπους που μπορεί να γίνει. Αλλά νόμιζα ότι αυτό είναι κάτι που το έχουν όλοι οι ηθοποιοί. Δεν είχα σκεφτεί μέχρι τότε ότι αυτό ίσως είναι κάτι που σημαίνει «σκηνοθεσία». Υπήρχαν κάνα δυο φορές που είχα σκηνοθετήσει πράγματα. […] Μετά έκανα την πρώτη μου παράσταση τελείως μόνος μου, η οποία ήταν φτιαγμένη με κείμενα μεταναστών που εξιστορούσαν τη ζωή τους.

Γιώργος Νανούρης
Credit: InStyle Greece/Φωτογραφία: Πάνος Γιαννακόπουλος, Styling: Ναταλία Μπαλτά, Grooming: Μαριάννα Μούτσου, Βοηθοί φωτογράφου: Γιώργος Καπράνος, Χρήστος Καβούρης

Έγινε κάτι πολύ δυνατό σε σχέση με την ανταπόκριση που είχε αυτό. Αρεσε η παράσταση και πολλοί μου έλεγαν «μάλλον θα γίνεις σκηνοθέτης». «Εγώ; Αποκλείεται» απαντούσα. Γιατί τυχαία το έκανα. Μου είχαν ζητήσει τότε κάτι μαθητές μου στον Ιασμο (σ.σ. τώρα διδάσκει και στη Σχολή Θεοδοσιάδη), επειδή τους άρεσε το μάθημά μου, να τους σκηνοθετήσω. Οπότε δεν θεωρούσα ότι ήμουν σκηνοθέτης κάνοντας αυτή την παράσταση. Και ακριβώς γι’ αυτό είχα πάρει εκείνες τις συνεντεύξεις, γιατί δεν μπορούσα να κάνω κανονικό θεατρικό έργο. Και είπα ας πάρουμε κάτι άλλο, που να έχει και ένα κοινωνικό μήνυμα, να μιλήσουμε για αυτούς τους ανθρώπους. Και τελικά, πέρα από τη σχολή, την πήρε το Φεστιβάλ Αθηνών εκτάκτως στο πρόγραμμά του και παίχτηκε και για δύο χρόνια. Στη συνέχεια μου πρότειναν να σκηνοθετώ αλλά δεν ήθελα, γιατί έλεγα «εγώ δεν είμαι σκηνοθέτης, εγώ θέλω να παίζω και δεν έχω απωθημένα». Λίγο μετά έκανα άλλη μια παράσταση, την Πέτρα της υπομονής, βασισμένη σε ένα βιβλίο που μιλούσε για μια γυναίκα στο Αφγανιστάν. Το διασκεύασα σε μονόλογο, παίχτηκε δύο χρόνια και πήγε καλά. Πάλι μου πρότειναν να σκηνοθετήσω και πάλι ήμουν αρνητικός. Ελεγα «έτυχε, μου άρεσε αυτό το βιβλίο και είπα να το κάνω». Ε, μετά, όταν έκανα την Κατερίνα, που ήρθε το μεγάλο κύμα, είπα «κάτι γίνεται εδώ πέρα, εντάξει. Δες το πολύ χαλαρά». Ούτε ότι δεν θα ξαναπαίξω ούτε τίποτα. Πολύ χαλαρά.

Και έτσι άφησες για λίγο την υποκριτική;

Το ένα έφερε το άλλο και μετά είπα «αφοσιώσου τώρα σε αυτό, να το μάθεις», γιατί είχα πολύ άγχος και δεν μπορούσα να με βάζω και να παίζω και να σκηνοθετώ. Ήταν τόσο μεγάλη η αγωνία μου που δεν μπορούσα να προσθέσω άλλη μια. Επίσης, εγώ βάζω πάνω από όλα την παράσταση, οπότε δεν θα μπορούσα να με βάλω να παίξω μόνο και μόνο επειδή μπορώ. Θα το έκανα μόνο αν υπήρχε πραγματικός λόγος. Έτσι τη μια ή δύο φορές που το σκέφτηκα είπα: «Αν ήσουν ένας τρίτος, θα σε έπαιρνες για αυτόν τον ρόλο; Όχι. Άρα δεν θα παίξεις». Θέλω δηλαδή να είμαι πολύ αντικειμενικός απέναντι στην παράσταση. Και τώρα, που τόσα χρόνια μετά θα παίξω στον Συρανό (σ.σ. έκανε πρεμιέρα στις 16 Δεκεμβρίου στη Θεσσαλονίκη), θα κάνω κάτι στο οποίο όντως θα με έπαιρνα. Ξέρω ότι ταιριάζω για να το κάνω. Βέβαια, υπάρχει και ένας άλλος λόγος που το θέλω τώρα… Βίωσα πολύ δύσκολα το πένθος της μητέρας μου και ήθελα έναν λόγο για να κινητοποιηθώ ξανά. Ειδικά τα δύο πρώτα χρόνια ήταν φρικτή η κατάθλιψη. Και βολεύτηκα πολύ να είμαι σκηνοθέτης. Δεν με ένοιαζε, χάλασα τη διατροφή μου, έμενα όλο με τις φόρμες, δεν έκανα τίποτα… Και επειδή τώρα θέλω να ξαναβγώ στη ζωή, θέλω να μου βάλω το κίνητρο της σκηνής για να με κινητοποιήσει. Κι επειδή αυτό που θα κάνω τώρα είναι χαρούμενο, μου το κάνω και λίγο για να με πουσάρω.

Έφαγες κι εσύ δηλαδή μπουνιά από τη ζωή… Πώς βγαίνει κανείς από αυτήν τη διάσταση;

Δεν ξέρω. […] Ξέρεις όμως τι είχα πολλή ανάγκη να κάνω – και έκανα; Συναντήθηκα με παιδικούς μου φίλους και μου μίλησαν και για τη μαμά μου και για εμένα μικρό. Εχω κρατήσει επαφή με τέσσερις-πέντε που λίγο είχαμε χαθεί αλλά που μια στις τόσες τα λέμε. Και τώρα τους πήρα και βρεθήκαμε τις προάλλες –που είμαστε μαζί από την Α΄ Δημοτικού – και μου θύμισαν πολλά πράγματα που είχα ξεχάσει.

Ε, βέβαια. Γιατί και αυτά είναι κομμάτι του εαυτού σου, ενός πολύ τρυφερού εαυτού σου.

Έχω καταλάβει πως μάλλον αυτό βγάζω στις παραστάσεις τελικά. Αυτό το κομμάτι μου, το οποίο μπορεί να το έχω ξεχάσει επιφανειακά, στην καθημερινότητα. Αυτόν τον πιο ρομαντικό εαυτό, τον πιο ποιητικό…

Γιώργος Νανούρης
Credit: InStyle Greece/Φωτογραφία: Πάνος Γιαννακόπουλος, Styling: Ναταλία Μπαλτά, Grooming: Μαριάννα Μούτσου, Βοηθοί φωτογράφου: Γιώργος Καπράνος, Χρήστος Καβούρης
/ Παλτό Scotch & Soda, Scotch & Soda Golden Hall. Πουκάμισο και παντελόνι Drykorn, Sport & Fashion Freedom. Μποτάκια Nak, Nak Stores.

Αυτό που παρατήρησα και ήθελα να σου το πω από πριν είναι πως με έναν τρόπο έχεις ασχοληθεί με τους ανθρώπους, και με τις μειονότητες και με ένα εύθραυστο κομμάτι μας. Και στην πρώτη σου σκηνοθετική δουλειά, που έλεγες πριν, για τους μετανάστες, και στο Ιράν που είχες πάει… Ακόμα και στην Κατερίνα, όπου και πάλι μιλάμε για μια μειονότητα. Είναι σαν να κάνεις θέατρο για τους «misfits».

Όντως, κι εγώ το έχω παρατηρήσει. Δεν το έκανα τόσο συνειδητά. Απλώς για κάποιον λόγο με άγγιζαν αυτές οι ιστορίες. Και αυτό που είχα κάνει πριν από δέκα χρόνια με την Πέτρα της υπομονής –το βιβλίο πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια έγινε και ταινία– κάπως έτσι ήταν. Η πέτρα της υπομονής είναι ένας μύθος στο Αφγανιστάν που λέει πως όταν έχεις πολλά προβλήματα βρίσκεις μια πέτρα και της τα λες. Και η πέτρα ακούει. Κάποια στιγμή όμως, όταν της μιλάς, σπάει και όταν σπάσει είναι σαν να λυτρώνεσαι από τα βάσανά σου. Αυτή είναι και η ιστορία της ηρωίδας του βιβλίου, μιας γυναίκας που την είχαν παντρέψει με έναν άντρα που δεν της φερόταν καλά. Αυτός πήγε στον πόλεμο, τραυματίστηκε, γυρίζει σε κώμα και είναι αυτή όλη μέρα δίπλα του και τον φροντίζει. Και αποφασίζει, αφού είναι όλη μέρα μαζί του, να του τα πει όλα. Γίνεται αυτός δηλαδή η πέτρα της υπομονής της. Και αρχίζει και του λέει… Πράγματα όμως που είχαν συμβεί όντως. «Με βίαζες, δεν σε ήθελα ποτέ, με πάντρεψαν οι δικοί μου και είμαι δυστυχισμένη»… Και, αφού τα λέει όλα, αυτός ξυπνάει και τη σκοτώνει. Γιατί ήταν ζωντανός και τα άκουγε. Και πρόκειται για αληθινή ιστορία.

Δυστυχώς, επίκαιρο. Τι σε άγγιξε σε αυτή την ιστορία;

Το τι με αγγίζει έχει μάλλον να κάνει με πράγματα που αγγίζουν κάποιες χορδές μου. Τις περισσότερες φορές που μου λένε «μα, δεν βγαίνεις να σχολιάσεις κάτι», απαντώ πως όποιος παρακολουθεί τις παραστάσεις μου… τα λέω όλα εκεί. Οπότε ο σχολιασμός μου γίνεται με αυτόν τον τρόπο. Το θέατρο λειτουργεί σαν μεγεθυντικός φακός. Γιατί σε μια παράσταση πας, αφήνεις το κινητό σου, τα φώτα σβήνουν, είσαι σε μια αίθουσα κλεισμένος και σου έρχεται το άλλο λίγο πιο μέσα σου. Δεν είναι απλώς ένα post που θα διαβάσεις και θα πας στο επόμενο. […] Οπότε προσπαθώ τα πράγματα που αγγίζουν εμένα μόνο αυτά να φέρνω στη σκηνή. Ίσως γιατί δεν είμαι επαγγελματίας σκηνοθέτης να λέω «να κάνω κι αυτό το έργο να κάνω και το άλλο» – γιατί αυτή είναι η δουλειά μας.

Μα, τι εννοείς ότι δεν είσαι επαγγελματίας σκηνοθέτης;

Έχω γίνει πια, αλλά εννοώ ότι δεν είμαι επαγγελματίας σκηνοθέτης με την έννοια του πολύ πρακτικού. Σκηνοθετώ πράγματα που απαντάνε στο ερώτημα: «Τι με αγγίζει και τι μου στρίβει το στομάχι για να το επικοινωνήσω με τον κόσμο;». Αυτό θα κάνω. Δεν το κάνω για να το κάνω, σαν δουλειά. Αυτό εννοώ.

Γιώργος Νανούρης
Credit: InStyle Greece/Φωτογραφία: Πάνος Γιαννακόπουλος, Styling: Ναταλία Μπαλτά, Grooming: Μαριάννα Μούτσου, Βοηθοί φωτογράφου: Γιώργος Καπράνος, Χρήστος Καβούρης
/ Τζάκετ και T-shirt Les Deux, Sport & Fashion Freedom.

Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, αυτός ο υπέροχος ηθοποιός, φιλοσοφημένος και μορφωμένος άνθρωπος, με τον οποίο έκανα συνέντευξη στο προηγούμενο τεύχος, δεν θα άφηνε ποτέ να τον σκηνοθετήσει κάποιος που είναι κατώτερος του τέλειου. […] Μη γελάς, το εννοώ. Ο θάνατος του εμποράκου παίζεται δεύτερη χρονιά και ο Συρανό το ίδιο. Εσένα πότε σου ξύπνησε η ανάγκη για να παίξεις ξανά;

Έχεις δίκιο, και για τον Συρανό είναι η δεύτερη. Περίπου στα δύο χρόνια με το πένθος ήθελα να ξαναπαίξω. Ένιωθα ότι ο μόνος τρόπος να τραβηχτώ από την κατάθλιψη είναι να με πιέσω να βγω στη σκηνή. Παρότι όμως ήταν να παίξω από την πρώτη χρονιά στον Συρανό, δεν ήμουν έτοιμος κι έτσι έβαλα να το κάνουν τέσσερα νέα παιδιά. Φέτος τα παιδιά αυτά δεν μπορούσαν και είπα «θα το κάνω τώρα, είμαι πιο έτοιμος». Και ξέρεις τι έκανα επίτηδες; Το ανακοινώσαμε πριν το αποφασίσω μέσα μου 100%. Για να με πιέσω. Γιατί ενώ πέρσι το λέγαμε πάλι, είπα «παιδιά, δεν μπορώ, αφήστε το. Θα το κάνουμε αλλιώς». Ενώ τώρα είπα «πείτε το γρήγορα για να δεσμευτώ».

Σου λειτουργεί αυτό σαν τρόπος, ε; Η πίεση.

Έπρεπε να με πιέσω, γιατί αν αφηνόμουν μπορεί να έλεγα πάλι «άσ’ το τώρα». Κάποιες φορές χρειάζεται και η πίεση. Βέβαια, τα πρώτα δυόμισι χρόνια δεν πιέστηκα καθόλου. Κάθε άλλο… Μου έλεγαν γύρω μου «φτάνει πια, βγες λίγο» κι έλεγα «παιδιά, δεν θέλω να βγω, δεν θέλω να το ξεπεράσω και δεν θέλω να νιώθω καλά. Μου έχει τύχει το χειρότερο πράγμα» – γιατί εγώ δεν έχω παιδιά, και ό,τι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί είναι να «φύγει» το παιδί σου. «“Έφυγε” η μαμά μου, και ήταν και εφιάλτης μου πάντα, και μου συνέβη. Και θα με νοιάζει τώρα να περάσω καλά; Δεν θέλω. Όταν θελήσω θα το κάνω». […] Μόλις πιάσεις πάτο, ακουμπάει το πόδι και ανεβαίνεις ξανά, διαφορετικά δεν μπορείς να πάρεις αυτήν τη φόρα για να ξαναβγείς. Κι αν βγεις, με πίεση θα μείνεις. Και μετά μπορεί να κρατήσει κι άλλο. Οπότε τώρα θέλω. Απλώς μου πήρε τρία χρόνια, τι να κάνουμε. Ο καθένας τον χρόνο του. Που και πάλι ήμουν απόλυτα λειτουργικός, αλλά ξέρεις…

Ξέρω και συμφωνώ. Κι έχουμε μια εμμονή να περνάμε καλά και να γελάμε και να μη δυσκολευόμαστε και να μη δυσκολεύουμε και τον απέναντί μας.

Ακριβώς. Ξέρω ότι οι γύρω μου έλεγαν όσα έλεγαν από νοιάξιμο, γιατί είχα κλειστεί πολύ.

Μεγάλωσε σε εκείνη τη φάση η παραμονή σου στο θέατρο;

Πόσο ακόμα, ήταν ήδη πάρα πολλή! (γέλια)

Εν τω μεταξύ, πραγματικά δεν μπορώ να διανοηθώ ένας άνθρωπος με τι προσλαμβάνουσες δημιουργεί τις παραστάσεις που δημιουργείς εσύ επί σκηνής.

Θα σου πω γιατί γελάω… Γιατί ούτε κι εγώ ξέρω στην πραγματικότητα. Το κάνεις κομμάτι κομμάτι. Έχεις τον αρχικό καμβά του τι θα γίνει και μετά πας στην πρόβα και χτίζεται. Το ένα σε οδηγεί στο άλλο. Και δοκιμάζεις πράγματα τα οποία δεν λειτουργούν και δοκιμάζεις μετά κάτι άλλο. Όπως ακριβώς φτιάχνεις μια συνταγή. Δεν γίνεται τίποτα μαγικά. Δοκιμάζεις και ενώνεις λίγο από εδώ και λίγο από εκεί, συνθέτεις και γίνεται το τελικό αποτέλεσμα. Θέλει πολλά υλικά… Απλά στη δική μας περίπτωση είναι μια συνταγή που δεν την έχεις έτοιμη από κάποιον άλλον. Έχεις μόνο τα υλικά και φτιάχνεις κάθε φορά ένα καινούριο γλυκό, το οποίο δεν έχει υπάρξει ξανά. Και πάντα πας από το πολύ στο λίγο. Και μετά μένει μόνο ο πυρήνας, η ουσία. Είχες δει την Κατερίνα; Πιστεύω θα την ξανακάνουμε. Θεωρώ πως είναι ό,τι πιο κοντά σε αυτό που μόλις σου περιέγραψα. Έγινε με έναν φακό μόνο. Για εννέα χρόνια.

Πώς επιλέγεις τι θα σκηνοθετήσεις; Διαβάζεις;

Διαβάζω πολλά κείμενα, ναι. Όμως το μεγαλύτερο προσόν που νομίζω πρέπει να έχει ένας άνθρωπος που θέλει να είναι δημιουργικός είναι η δυσκολία. Δηλαδή όσο πιο δύσκολα είναι τα πράγματα, τόσο πιο δημιουργικός γίνεσαι προκειμένου να σκεφτείς τρόπους να ξεπεράσεις τη δυσκολία. Όσο πιο εύκολα τα έχεις, τόσο στερεύεις. Σε μένα τουλάχιστον αυτό λειτουργεί. Γι’ αυτό πια δεν τη φοβάμαι τη δυσκολία.

Η Κατερίνα έγινε μέσα στην κρίση, που δεν είχαμε μία… Και έλεγα «δεν κατάλαβα, επειδή δεν έχουμε λεφτά δεν θα κάνω εγώ θέατρο που μου αρέσει; Θα το κάνω χωρίς λεφτά, τι με νοιάζει;». Και πήγα στο περίπτερο και βρήκα έναν φακό που έκανε 10 ευρώ. Αυτό ήταν όλο το σκηνικό. Τίποτα. 0 μπάτζετ. Και έγινε η καλύτερή μου επιτυχία, και εμπορικά και καλλιτεχνικά. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τη δυσκολία, ειδικά οι άνθρωποι που κάνουν δημιουργικά πράγματα. Κάθε άλλο, θα πρέπει να μας τροφοδοτεί. Και εκεί νομίζω φαίνεται ποιος θέλει πραγματικά.

Στις παραστάσεις του Συρανό λέει «Σκηνοθεσία και φωτισμός: Γιώργος Νανούρης». Και ο Αίας και η Κατερίνα είχαν πολύ φως και σκιά. Τι βρίσκεις εκεί;

Θα σου πω… Ο πρώτος μου πειραματισμός με τα φώτα έγινε γιατί δεν υπήρχαν τα χρήματα για σκηνικά. Οπότε άρχισα να φτιάχνω τους χώρους και τις εικόνες με το φως. Και έτσι άρχισα να πειραματίζομαι με το φως. Για τις δικές μου παραστάσεις το φως παίζει δραματουργικό ρόλο, όχι εικαστικό μόνο. Το θέμα είναι τι σημαίνει το φως για τον ήρωα και για σένα όταν βλέπεις την παράσταση. Σε οδηγεί κάπου το φως. Σου δείχνει την ψυχοσύνθεση του ήρωα…

Και στην Κατερίνα εσύ φώτιζες.

Στην Κατερίνα είχαμε γίνει ένα με τη Λένα (σ.σ. Παπαληγούρα). Το βιβλίο του Αύγουστου (σ.σ. Κορτώ) μιλάει σε πρώτο πρόσωπο για τη μαμά του –πολύ έξυπνο– και μας λέει πώς πέθανε.

Ουσιαστικά όμως αυτά που λέει είναι τα λόγια του Αύγουστου. Δηλαδή τη βρίσκει νεκρή και αυτή αρχίζει να λέει: «Με λένε Κατερίνα, με βρήκε ο γιος μου νεκρή και ακούστε τι έγινε…». Και λέει όλη την ιστορία. Οπότε εγώ ουσιαστικά με το φως είμαι ο Αύγουστος που βρίσκει τη μαμά του και της φωτίζω τη ζωή. Και επειδή η μάνα του ήταν διπολική, το φως μια δείχνει αυτό που βλέπει ο κόσμος, την ωραία πλευρά, και πίσω οι σκιές δείχνουν το τέρας που έχει μέσα της. Με τις σκιές δείχνω ακριβώς αυτό, ότι εσύ μπορεί να με βλέπεις να γελάω, αλλά εγώ μέσα μου θέλω να αυτοκτονήσω. Η παράσταση ξεκινούσε με το «Ο γιος μου με βρήκε» που έλεγε η Παπαληγούρα. Ύστερα από λίγα χρόνια η Λένα έκανε γιο κι εμένα πέθανε η μαμά μου, όσο παίζαμε την παράσταση. Δηλαδή, ξεκινήσαμε κανονικοί και μετά η Λένα έλεγε «με βρήκε ο γιος μου» έχοντας πια έναν γιο κι εγώ έκανα εικόνα τη μαμά μου, που την έλεγαν και Λένα. Δηλαδή… Η ζωή είναι τρομερό πράγμα.

Αυτές οι συμπτώσεις πιστεύεις ότι είναι τυχαίες; Πιστεύεις στο τυχαίο;

Δεν ξέρω. Είναι σύμπτωση, είναι τύχη, είναι ότι έλκουμε τα πράγματα που θέλουμε; Πιστεύω είναι λίγο απ’ όλα. Γιατί πιστεύω ότι έλκουμε όσα θέλουμε – εγώ το έχω κάνει πολύ, να λέω «θέλω να γίνει το τάδε» και γίνεται.

Θεωρείς ότι γίνεται σαν manifesting ή επειδή δουλεύεις για αυτό;

Θα σου πω. Όταν κάναμε την Κατερίνα, την πρώτη χρονιά είχα δεκατέσσερις προτάσεις να σκηνοθετήσω – το θυμάμαι γιατί τα σημείωνα. Και είπα σε όλες «όχι», είχα τόσο άγχος γιατί δεν ένιωθα ότι είμαι ο σκηνοθέτης. Και έλεγα «αφού δεν ξέρω να κάνω έργα, πώς να σκηνοθετήσω όλους αυτούς τους ανθρώπους; Ξέρετε τι θέλω να κάνω; Κάτι με τη Χαρούλα». Και με ρωτούσαν «τι να κάνεις με τη Χαρούλα;». Δεν ήξερα, απλά ήθελα να κάνω κάτι με αυτήν τη γυναίκα που τη λατρεύω. Αυτό ειπώθηκε Ιούνιο που είχαμε πάει περιοδεία την Κατερίνα στη Λευκάδα και το λέγαμε σε ένα ταβερνάκι. Σεπτέμβριο με παίρνει τηλέφωνο η μάνατζερ της Χαρούλας. Και ήθελε η Χαρούλα να τη σκηνοθετήσω. Δηλαδή αυτό… πες μου! Ήταν εντελώς συμπαντικό. Δεν το ήξερε κανείς. Η Λένα δεν θα μπορούσε να της το μεταφέρει – δεν την ήξερε. Αυτό έγινε έτσι, συμπαντικά. Για άλλα έχω δουλέψει. Το έτρεξα, δούλεψα, χτύπησα πόρτες και έγινε. Αυτό απλώς το είπα και έγινε. Και λέω καμιά φορά «ευτυχώς το είπα και στη Λένα και έχω μια απόδειξη ότι το ευχήθηκα». Γι’ αυτό σου λέω, δεν είναι ένα πράγμα μόνο.

Γιώργος Νανούρης
Credit: InStyle Greece/Φωτογραφία: Πάνος Γιαννακόπουλος, Styling: Ναταλία Μπαλτά, Grooming: Μαριάννα Μούτσου, Βοηθοί φωτογράφου: Γιώργος Καπράνος, Χρήστος Καβούρης
/ Κοστούμι και πουλόβερ Scotch & Soda, Scotch & Soda Golden Hall.

Μίλησέ μου λίγο για εκείνη την παράσταση στην Τεχεράνη όπου δεν αγγιζόσασταν.

Α, ήταν μια τρομερή εμπειρία. Φαντάσου ότι αυτό το ζήσαμε πριν από την πανδημία και μου φαινόταν τόσο περίεργο, και ήρθε ο Covid και μου το θύμισε όλο. Εκεί δεν επιτρέπεται να ακουμπάς τις γυναίκες ούτε στο θέατρο ούτε επί σκηνής, καθόλου. Εμείς είχαμε πάει στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Θεάτρου, οπότε ήταν άνθρωποι από πολλές χώρες. Και μας έλεγαν ότι στο σεμινάριο οι ηθοποιοί δεν θα αγγίζονται, δεν θα πέσει η μαντίλα ποτέ…

Και πώς τα κατάφερες; Οι Έλληνες είμαστε εντελώς απτικοί.

Ξεχνιόμουν, αλλά μέσα στο σεμινάριο είχαμε κάμερες και ασφαλίτες που μας παρακολουθούσαν και κατέγραφαν ώστε να μην υπάρξει παράβαση. Από τις δίπλα αίθουσες ακούγαμε έντονες φωνές γιατί ξεχνιούνταν πολύ. Εγώ ήμουν τύπος και υπογραμμός, μαζευόμουν και κρατιόμουν, επί μια εβδομάδα ήμασταν πάρα πολύ σωστοί. Και την τελευταία μέρα –είναι μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου– ήταν να παρουσιάσουμε την παράσταση που φτιάξαμε, και λέω στους ασφαλίτες: «Στην Ελλάδα, πριν από την παράσταση κάνει κάτι ο σκηνοθέτης μόνο με τους ηθοποιούς, οπότε μπορείτε να μας αφήσετε μόνους για 1 λεπτό, σας παρακαλώ πολύ;». Κι αυτοί, επειδή είδαν ότι όλη την εβδομάδα ήμουν πολύ τυπικός, συμφώνησαν και βγήκαν από την αίθουσα. Μετά σκέφτηκα ότι θα μπορούσαν να είχαν αφήσει τις κάμερες να γράφουν. Κλειδώνω την αίθουσα και τους λέω: «Τώρα να αγκαλιαστούμε όλοι». Και ρίξαμε τόσο κλάμα… Τα παιδιά δεν το είχαν ξανακάνει αυτό ποτέ. Γιατί εκεί ούτε οι ίδιοι το επιτρέπουν στους εαυτούς τους. Είναι και η θρησκεία τους έτσι… Αλλά εγώ ήμουν ένας ξένος που τους είπε «ελάτε να σπάσουμε τον κανόνα». Αυτοί από μόνοι τους δεν τον σπάνε.

Εκεί φυσικά κι αν πειραματίστηκα με τις σκιές που έβαλα ώστε να μην αγγίζονται καθόλου. Φιλιούνταν στους τοίχους και ακουμπιόντουσαν στους τοίχους με τις σκιές τους. Τους ξεγέλασα κι έτσι άγγιξαν όλοι ο ένας τον άλλον χωρίς να αγγίζονται. Και έρχεται ύστερα από κάποια χρόνια ο Covid και πάω στο Εθνικό Θέατρο να σκηνοθετήσω τον Γυάλινο κόσμο.

Αυτή είναι η παράσταση που την κάνατε live streaming και χωρίς κοινό, σωστά;

Ναι. Και μας λένε «απαγορεύεται να ακουμπιέστε και να πλησιάζεστε». Και πώς κάνεις τη σκηνή που φιλιούνται; Έβαλα να φιλιούνται οι σκιές και ήταν σαν να είναι και στο όνειρο της Λώρας. Και επειδή ήταν live streaming νόμιζαν όλοι ότι ήταν οπτικό εφέ. Μέχρι που το είδαν μετά ζωντανά στο θέατρο, γιατί παίχτηκε η παράσταση. Μέσα από μια δυσκολία πάλι δημιουργήθηκε αυτή η μαγική σκηνή. Γιατί αν δεν είχα κάνει το σεμινάριο αυτό, δεν θα ανακαλούσα αυτό το εύρημα – που και τότε μέσω της δυσκολίας το δημιούργησα.

Σινεμά και τηλεόραση θα κάνεις;

Έχω σκεφτεί και τα δύο να τα κάνω, αλλά αφενός είναι δύο χώροι που δεν τους ξέρω πια και αφετέρου πρέπει να έχω οργανώσει έτσι τα πράγματα –μια και το θέατρο δεν θέλω να το αφήσω ποτέ– που να μπορώ να αφοσιωθώ. Γιατί θέλει αφοσίωση. Αλλά τώρα είμαι στη φάση που θέλω και να παίζω και να κάνω κι άλλα πράγματα, θέλω λίγο να αλλάξω.

Γιατί λες ότι δεν θες να αφήσεις το θέατρο ούτε λίγο;

Γιατί πια νιώθω σαν να είναι ο φυσικός μου χώρος. Είμαι πιο πολύ στο θέατρο απ’ ό,τι σπίτι μου. Είναι σαν να λες «θα αφήσω το σπίτι μου». Να το αφήσω, για να πάω ένα ταξίδι. Αλλά για έναν μήνα, δύο, μετά θα γυρίσω.

Η συνέντευξη αρχικά φιλοξενήθηκε στο InStyle Greece τεύχος 124 Ιανουάριος 2025.

Tags:

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Newsletter

#StayInStyle

Λάβετε ειδοποίηση για νέα άρθρα