Αντώνης Φωνιαδάκης: Αυτός είναι ο Έλληνας μαθητής του Μπεζάρ και συνεργάτης του Αρονόφσκι

Η παράσταση του Αντώνη Φωνιαδάκη, Wisteria Maiden, που έκανε πρεμιέρα πέρσι στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού του Βελιγραδίου, παρουσιάστηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και κλείνει τον κύκλο των παρουσιάσεών της στην Ελλάδα στις 29 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη. Ο Αντώνης Φωνιαδάκης εμπνέεται από το ιαπωνικό θέατρο καμπούκι και την έννοια της μεταμόρφωσης. «Στο θέατρο καμπούκι, οι άντρες υποδύονται και τους γυναικείους ρόλους. Θέλησα να καταπιαστώ με αυτή την ιδιαίτερη τεχνική και το πώς ο άντρας μεταμορφώνεται σε γυναίκα. Αυτό ήταν το έναυσμα για μια παιχνιδιάρικη χορογραφία, για μια ευρωπαϊκή ερμηνεία και όχι μια εις βάθος σπουδή» λέει ο διεθνής χορογράφος, που αποφεύγει τις λυρικές περιγραφές.

Είναι η σεμνότητα που περιορίζει τις μεγάλες λέξεις; Περισσότερο η συνείδηση ενός ανθρώπου που δεν κυνήγησε ποτέ τίποτα. Τουλάχιστον στην αρχή.

Ο Αντώνης Φωνιαδάκης γεννήθηκε πριν από 43 χρόνια στην Ιεράπετρα. Ο πατέρας του είναι αγρότης «και παθιάρης ψαράς», ενώ η μητέρα του ασχολείται με τα οικιακά. «Ξεκίνησα να χορεύω από τότε που θυμάμαι. Διασκέδαζα τόσο πολύ ως παιδάκι τους δικούς μου, που έβαζαν επί τούτω μουσική για να με χαζεύουν, όπως μου λένε». Παρακολουθεί από μικρός μαθήματα κρητικών χορών και στα 12 του κάποια μαθήματα κλασικού και μοντέρνου χορού στην τοπική σχολή της Νίκης Παπαδάκη, απόφοιτης της Κρατικής Σχολής Χορού. «Αυτό ήταν ουσιαστικά το πρώτο χρίσμα».

Φαντάζομαι πως δεν ήταν εύκολο για έναν έφηβο στην Κρήτη, τη δεκαετία του ’80, να χορεύει. «Όχι, δεν ήταν. Έχω, όμως, γονείς που αγαπάνε πολύ τα παιδιά τους (τρία αγόρια), που καμάρωναν όταν με έβλεπαν να χορεύω, που είχαν καταλάβει περισσότερο από εμένα την κλίση μου και ήταν πολύ θετικοί και υποστηρικτικοί. Ο χορός για εκείνους ήταν ένα στοιχείο δικό μου, το έβλεπαν σαν κάτι που μου ταιριάζει». Ακόμα κι έτσι, όμως, ο Αντώνης Φωνιαδάκης δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να σπουδάζει χορό. «Ο χορός ήταν απλά ένα μέσο έκφρασης και φυσικά δεν μου περνούσε καν από το μυαλό ως επαγγελματικός προσανατολισμός». Όταν, όμως, έφτασε η ώρα να αναμετρηθεί με το μέλλον του, ακολούθησε την αυθόρμητη προτροπή ενός φίλου. «Τι είναι αυτό που αγαπάς να κάνεις; Αυτό να σπουδάσεις». Κάπως, έτσι, βρίσκεται στην Αθήνα και την Κρατική Σχολή Χορού. «Η Αθήνα ήταν και μια αποκάλυψη, μια τρομακτική αποκάλυψη στα όρια της αγοραφοβίας και ο χορός έγινε διέξοδος για εμένα». Ούτε ως φοιτητής, πλέον, χορού ο Αντώνης Φωνιαδάκης, όμως, μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του επαγγελματία χορευτή. «Το αστείο με τη δική μου υπόθεση είναι πως δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα κάνω καριέρα ή όνομα. Περνούσα καλά και εκφραζόμουν. Είχα, όμως, την τύχη, καθώς εκείνη την εποχή δεν ήταν πολλά τα αγόρια που χόρευαν, όλες οι ενεργές ομάδες της Αθήνας να μάθουν και να ενδιαφερθούν για εμένα. Κάπως έτσι, τα πρώτα μου βήματα έγιναν σε χορογραφίες Κωνσταντίνου Ρήγου, ενώ δεν πρόλαβα να συνεργαστώ με τον Παπαϊωάννου, καθώς έφυγα στο εξωτερικό».

foniadakis people 98 (5)

Στα 20 του βρίσκεται στη Λοζάνη, με την υποτροφία Μαρία Κάλλας, στην περίφημη σχολή του Μορίς Μπεζάρ. Αποδείχτηκε, τελικά, πολύ αποφασισμένος. «Όχι, καθόλου. Και πάλι ένας φίλος με προέτρεψε να πάω στην ακρόαση του Μορίς Μπεζάρ. Εγώ δεν ήξερα καν ποιος είναι ο Μπεζάρ. Ήμουν από φτωχή οικογένεια και η περίπτωση του εξωτερικού είχε αποκλειστεί από νωρίς. Η υποτροφία Μαρία Κάλλας, όμως, το έκανε πραγματικότητα. Ήταν μια γενναιόδωρη υποτροφία, με αποτέλεσμα να ζω –θα την πω τη λέξη– πλουσιοπάροχα, γιατί τα χρήματα ήταν καλά».

Τα χρόνια της Λοζάνης παράλληλα είναι έντονα, με σκληρή δουλειά αλλά και προσωπική επαφή με τον Μορίς Μπεζάρ. «Κατάλαβα ποιος ήταν ο Μπεζάρ μετά από κάποιους μήνες στην Ελβετία». Χωρίς να γνωρίζει κάποια ξένη γλώσσα, ενταγμένος σε ένα φυτώριο διψασμένων για γνώση και διάκριση χορευτών, ο Αντώνης Φωνιαδάκης προσπαθεί να ανακαλύψει την καλλιτεχνική και προσωπική του ταυτότητα. «Αυτά τα χρόνια, πλέον, τα θυμάμαι σαν κάτι ανάμεσα σε πραγματικότητα και φαντασία, διότι και ο ψυχισμός μου ήταν πολύ ευαίσθητος. Έφυγα από μια μικρή, κλειστή κοινωνία, από μια κωμόπολη των 7.000 κατοίκων, για την Αθήνα και μετά τη Λοζάνη – σε μια άλλη πραγματικότητα, πάνω στις Άλπεις, εγώ ένα παιδί της θάλασσας. Αποσυντονίστηκα. Επίσης, δεν ήμουν στο επίπεδο των συμφοιτητών μου, που έκαναν κλασικό μπαλέτο από τα 14 τους. Εγώ μπαλέτο και κλασικές σπουδές έκανα κατευθείαν στην Ελβετία. Καταλαβαίνεις τι κενό καλούμουν να καλύψω». Δεν είναι υπερβολή, λοιπόν, να πούμε πως ήταν φυσικό ταλέντο. Ο Αντώνης Φωνιαδάκης δυσκολεύεται να δεχτεί τον όρο. «Με την κίνηση είχα μια γονιδιακή σχέση. Στο χορό υπάρχουν κάποια στάνταρ, όμως, ναι το κορμί μου ήταν εύκολο».

Στη Λοζάνη περνάει, σχεδόν, από στρατιωτική εκπαίδευση. «Η Λοζάνη είναι μια μικρή προστατευόμενη πόλη, όπου όλα είναι ήσυχα και τακτοποιημένα. Αυτό βοηθούσε τη σκληρή δουλειά, στο να μένουμε προσηλωμένοι και να γίνουμε ασκητές στο χορό. Ξυπνούσα κάθε μέρα στις 6.00 και κοιμόμουν στις 22.00».

Μετά την αποφοίτησή του, επιλέγει να μείνει άλλα δύο χρόνια στην ομάδα του Μορίς Μπεζάρ. «Αισθανόμουν πως τεχνικά χρειαζόμουν ακόμη δουλειά. Είχα γίνει δεκτός στην Όπερα της Γενεύης, αλλά τελικά από φόβο έμεινα στον Μπεζάρ. Φοβόμουν να βρεθώ σε ένα άλλο περιβάλλον. Συνέτεινε, βέβαια, και το γεγονός πως είχα και μια πολύ καλή σχέση αγάπης με τον Μπεζάρ, που με κράτησε κοντά του».

foniadakis people 98 (4)

Ο Μορίς Μπεζάρ είναι και ο πρώτος που διακρίνει τις χορογραφικές ανησυχίες του Αντώνη Φωνιαδάκη. «Μια από τις δημιουργικές εργασίες μου ανέβηκε σκηνή. Ήταν φοβερό παράσημο, αλλά γι’ αυτό φημιζόταν ο Μπεζάρ, για ένα σχολειό που προωθούσε τη δημιουργικότητα περισσότερο από την κλασική και στείρα κατάρτιση και για τους μεγάλους καλλιτέχνες που έχει βγάλει, με πρώτη και καλύτερη τη Μαγκί Μαρέν».

Ο απογαλακτισμός κάποια στιγμή έρχεται και ο Αντώνης Φωνιαδάκης διαγράφει μια πορεία που περιλαμβάνεισυνεργασίες με τους Μαγκί Μαρέν, Γίρζι Κίλιαν, Γουίλιαμ Φορσάιθ, Νάτσο Ντουάτο, Ματς Εκ, Οχάντ Ναχαρίν, Σαμπούρο Τεσιγκαουάρα.

Το 1996 μετακομίζει στη Γαλλία και τη Λιόν, μετά από πρόσκληση του Γιώργου Λούκου για τη Lyon Opera Ballet. Εκεί, θα τον δουν να χορεύει πρώτη φορά οι γονείς του. «Πρώτη φορά και οι δύο μαζί, καθώς η μητέρα μου είχε έρθει μια φορά στην Ελβετία. Ήταν πολύ ιδιαίτερο. Θυμάμαι, μάλιστα, κάτι συγκινητικό και αστείο μαζί. Τους έχω βγάλει εισιτήρια για την παράσταση της πρώτης ημέρας. Για τις επόμενες παραστάσεις, όμως, δεν τους έδωσα προσκλήσεις. Σκέφτηκα πως θα ήθελαν να δουν την πόλη κι όχι να δουν ξανά εμένα να χορεύω. Αργότερα μου είπαν, όμως, πως ήταν κάθε βράδυ έξω από την όπερα και έβλεπαν την παράσταση από το video wall».

Όσο σκληρό και επίπονο κι αν είναι το πρόγραμμά του, στο τέλος της πρόβας βρίσκει χρόνο και δοκιμάζει δικά του πράγματα. «Συνήθιζα να βρίσκω δικό μου χώρο και χρόνο. Όχι γιατί φανταζόμουν πως θα γίνω χορογράφος, απλά είχα ανάγκη να χορεύω για εμένα, όπως όταν χόρευα στα κλαμπ. Ήταν ένα μικρόβιο που κουβαλούσα. Το είδε αυτό ο Λούκος, μου έδωσε δουλειά και βασικά με παρότρυνε».

foniadakis people 98 (3)

Η μετάβαση από το ρόλο του εκτελεστή σε εκείνον του δημιουργού δεν άργησε να έρθει. «Η μετάβαση ήταν οδυνηρή. Ναι, οδυνηρή, γιατί ήμουν 31 και στα φόρτε μου ως χορευτής. Ούτε μεγάλος, αλλά όχι μικρός. Αντίθετα, ώριμος και συνειδητοποιημένος. Από την άλλη, η δημιουργικότητά μου με καπάκωνε. Αντιδρούσα στο καθήκον και τους κανόνες της ομάδας, γιατί σκεφτόμουν άλλα πράγματα. Επιπλέον, έρχονταν διαρκώς νέα παιδιά, με τα οποία έπρεπε να αναμετρηθώ, που μπορεί να μην είχαν την πείρα μου, είχαν όμως δύναμη και το γαργαλητό του νέου. Όλα αυτά σε ταλαιπωρούν».

Πλέον πώς εναι να χορεύει χωρίς κοινό; «Δεν με ενδιαφέρει το κοινό. Ναι, έχει μια δόση τρέλας και είναι ναρκωτικό, όμως δεν μπορώ να σου πω ότι, μετά από δώδεκα χρόνια καριέρας στη χορογραφία, μου λείπει. Είμαι γεμάτος. Με γεμίζει να βλέπω τη δουλειά μου στη σκηνή. Δεν μου λείπει ούτε το άγχος, ούτε η αγωνία, ούτε οι τραυματισμοί και η συνεχής κούραση. Έχω το άγχος και την αγωνία του δημιουργού».

Ανάμεσα σε αυτά τα άγχη και κάτι νέο που επιχείρησε: την κινησιολογία των τρισδιάστατων χαρακτήρων της ταινίας Noahτου Darren Aronofsky με τον Russell Crowe, την Jennifer Connelly και τον Anthony Hopkins που βγήκε πέρσι στους κινηματογράφους.

Ο Αντώνης Φωνιαδάκης έχει ως βάση του τη Λιόν, όμως εκεί δεν μένει περισσότερο από τρεις εβδομάδες το χρόνο, καθώς οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις τον έχουν κάνει πολίτη του κόσμου. Μετά από 22 χρόνια στο εξωτερικό, πόσο Έλληνας νιώθει;

«Δεν ξέρω. Κι εμένα με απασχολεί έντονα το θέμα της ταυτότητας. Ταξιδεύω πολύ και παρατηρώ τι σημαίνει για τον καθένα να είναι Αμερικανός, Αυστραλός… Αυτό που έχω καταλάβει είναι πως αυτό που σε προσδιορίζει είναι η συνεχής τριβή με ένα μέρος, με μια σκέψη και ενέργεια. Εγώ, επειδή διαρκώς κινούμαι, έχω χάσει αυτή την αίσθηση. Αισθάνομαι Έλληνας στις μνήμες μου. Ήμουν Έλληνας όταν ο τόπος μου ήταν εδώ, τώρα όμως που έχω πολλούς τόπους η αίσθηση της ταυτότητάς μου είναι ασαφής. Είναι ενδιαφέρον, όμως, και βασανιστικό. Δεν θέλω να φανεί αγενές ως προς τους Έλληνες, γιατί ελληνική ταυτότητα έχω, αλλά υπάρχει αυτό το ερωτηματικό. “Τι είμαι, ποιος είμαι, τι είναι η Ελλάδα για μένα;”. Είναι δύσκολη ερώτηση. Γονιαδιακά είμαι Έλληνας, συναισθηματικά και πολιτικά όμως δεν ξέρω».

Το Wisteria Maiden ανεβαίνει στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στις 29 Απριλίου 2015.

Πηγή peoplegreece.com

Tags:

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Newsletter

#StayInStyle

Λάβετε ειδοποίηση για νέα άρθρα