Η περιεμμηνόπαυση είναι η χρονική περίοδος που ξεκινά αρκετά χρόνια πριν την εμμηνόπαυση και διαρκεί μέχρι μια γυναίκα να μπει σε αυτήν. Αυτή η φάση πριν από την εμμηνόπαυση μπορεί να διαρκέσει από τέσσερα έως οκτώ χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης, οι ωοθήκες αρχίζουν να παράγουν λιγότερες γυναικείες ορμόνες και τα κυμαινόμενα επίπεδα ορμονών μπορεί να προκαλέσουν αλλαγές στη διάθεση, ακανόνιστους εμμηνορροϊκούς κύκλους και άλλα συμπτώματα, όπως εξάψεις, νυχτερινές εφιδρώσεις, κόπωση, χαμηλή λίμπιντο, ξαφνικές αλλαγές στη διάθεση και προβλήματα ύπνου.
Παλαιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι περίπου το 47% των γυναικών στην περιεμμηνόπαυση αντιμετωπίζουν διαταραχές ύπνου.
«Οι διαταραχές ύπνου είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα που βιώνουν οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της περιοεμμηνόπαυσης – ωστόσο, η κατανόηση της υποκείμενης φυσιολογίας και, το σημαντικότερο, των θεραπευτικών επιλογών, παραμένει περιορισμένη», δήλωσε η Έιμι Ντιβαρανίγια, ιδρύτρια και διευθύνουσα σύμβουλος της Oova – μιας εταιρείας που επικεντρώνεται στη χρήση βιοδεικτών για την υγεία των γυναικών. «Η αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση της ποιότητας του ύπνου, η οποία μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στη συνολική ευημερία μιας γυναίκας» πρόσθεσε.
Για τη μελέτη αυτή, οι ερευνητές στρατολόγησαν 503 γυναίκες με μέση ηλικία περίπου 44 ετών. Όλες οι συμμετέχουσες χρησιμοποίησαν το κιτ παρακολούθησης ορμονών της Oova για την περιεμμηνόπαυση.
Κάθε κιτ περιλαμβάνει τεστ πολλαπλών ορμονών με βάση τα ούρα που μετρούν βασικούς βιοδείκτες, όπως η ωχρινοτρόπος ορμόνη (LH), η προγεστερόνη (PdG) και τα οιστρογόνα (E3G), μαζί με μια πλατφόρμα για την παρακολούθηση δεδομένων σε πραγματικό χρόνο. Οι γυναίκες που χρησιμοποιούν το κιτ μπορούν να παρακολουθούν τις πραγματικές διακυμάνσεις των ορμονών τους κατά τη διάρκεια του μήνα.
«Οι γυναίκες μπορούν να επιβεβαιώσουν την ορμονική δραστηριότητα που σχετίζεται με την περιεμμηνόπαυση, να παρακολουθήσουν μοναδικά σωματικά συμπτώματα, να εντοπίσουν τις γόνιμες μέρες τους και να παρακολουθήσουν τα ορμονικά πρότυπα όταν υποβάλλονται σε θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (HRT)», εξήγησε η ερευνήτρια.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχουσες που ανέφεραν ότι κοιμόντουσαν από έξι έως εννέα ώρες τη νύχτα εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα E3G σε σύγκριση με εκείνες που κοιμόντουσαν από τρεις έως έξι ώρες.
Οι ερευνητές δεν ανέφεραν αξιοσημείωτες διαφορές στα επίπεδα LH και PdG σε διαφορετικές διάρκειες ύπνου.
«Εκπλαγήκαμε όταν είδαμε μια τόσο σημαντική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων E3G και των ωρών ύπνου που κοιμόντουσαν οι γυναίκες κάθε βράδυ», είπε η επιστήμονας.
«Μόλις εξετάσαμε τα αποτελέσματα, είδαμε ότι ήταν πολύ λογικό. Όταν τα επίπεδα οιστρογόνων είναι χαμηλά, τα επίπεδα κορτιζόλης είναι συνήθως υψηλότερα. Η κορτιζόλη, που συχνά αναφέρεται ως η ορμόνη του στρες, απελευθερώνεται ως απάντηση στο στρες. Τα αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης μπορεί να προκαλέσουν διαταραχές στον ύπνο και να αυξήσουν τα επίπεδα άγχους. Τα αποτελέσματα αυτής της ανάλυσης υποδηλώνουν μια πιθανή πορεία, αλλά απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση. Εάν αυτό το εύρημα επικυρωθεί, θα μπορούσε να βελτιώσει δραστικά τη ζωή των γυναικών που αντιμετωπίζουν προβλήματα με τον ύπνο κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης» πρόσθεσε.
Η ερευνήτρια πιστεύει ότι αυτά τα ευρήματα μπορεί μια μέρα να οδηγήσουν σε παρεμβάσεις που στοχεύουν στη βελτίωση του ύπνου και ενδεχομένως τον μετριασμό των επιπτώσεων των περιεμμηνοπαυσιακών ορμονικών αλλαγών.
«Το πρώτο βήμα για την ανάπτυξη μιας παρέμβασης είναι να κατανοήσουμε πλήρως τη φυσιολογική οδό που σχετίζεται με τις διαταραχές ύπνου. Μόλις εντοπιστεί αυτό το μονοπάτι, μπορούν να αναπτυχθούν παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων σημείων για την υποστήριξη των γυναικών. Η μελέτη μας υπογραμμίζει ένα κρίσιμο βήμα σε μια πιθανή πορεία, φέρνοντάς μας πιο κοντά στη δημιουργία αποτελεσματικών λύσεων. Σκοπεύουμε να πραγματοποιήσουμε παρόμοιες αναλύσεις σε πολλά άλλα συμπτώματα που παρακολουθούνται στην πλατφόρμα της Oova για να δούμε αν μπορούν να εντοπιστούν παρόμοια ορμονικά μοτίβα» κατέληξε η επιστήμονας.