Η Ελλάδα είναι μία από τις πιο πλούσιες χώρες της Ευρώπης σε βιοποικιλότητα. Πολλά από τα φυτά που ευδοκιμούν στον ελλαδικό χώρο δεν συναντώνται πουθενά αλλού στον κόσμο. Και όμως, στον τομέα της ανθοκομίας, τα περισσότερα κομμένα άνθη που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά είναι εισαγόμενα, κυρίως από την Ολλανδία, την Ιταλία και την Αφρική. Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στον φυσικό πλούτο και την οικονομική εξάρτηση ήταν ένα από τα σημεία εκκίνησης για ένα πρόσφατο ερευνητικό έργο που επιχειρεί να αξιοποιήσει, μεθοδικά και πειραματικά, πέντε ενδημικά ελληνικά είδη για χρήση στην παραγωγή κομμένων ανθέων.
Το έργο έχει ήδη προχωρήσει σε πειραματικές καλλιέργειες σε θερμοκήπια και υπαίθριους χώρους, και εστιάζει σε φυτά που έχουν τόσο διακοσμητική αξία όσο και προσαρμοστικότητα σε ελληνικές κλιματικές συνθήκες. Πολλά από αυτά είναι εντυπωσιακά στην όψη, αλλά δεν έχουν έως τώρα αξιοποιηθεί εμπορικά. Ήρθε λοιπόν η ώρα να τα γνωρίσουμε καλύτερα.
Η Campanula cretica, γνωστή και ως κρητική καμπανούλα, είναι ένα μικρό, πολυετές φυτό που συναντάται κυρίως στις βραχώδεις πλαγιές και φαράγγια της Κρήτης. Τα άνθη της έχουν χαρακτηριστικό καμπανοειδές σχήμα και συνήθως έχουν μοβ-μπλε απόχρωση. Ανθίζει μέσα στο καλοκαίρι και ξεχωρίζει για τη λεπτότητά της. Θεωρείται εξαιρετικά ανθεκτική στις ξηρές συνθήκες, κάτι που την καθιστά ιδανική για περιοχές με περιορισμένους υδάτινους πόρους.

Ένα παρόμοιο αλλά ξεχωριστό είδος είναι η Campanula pelviformis, με ελαφρώς μεγαλύτερα άνθη και πιο συμμετρικό σχήμα. Κι αυτή περιορίζεται στην Κρήτη και αγαπά τα ασβεστολιθικά, βραχώδη εδάφη. Η περίοδος ανθοφορίας της είναι κυρίως την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού. Το ιδιαίτερο χρώμα και σχήμα της την καθιστούν ελκυστική για ανθοδετικές συνθέσεις.

Το τρίτο φυτό της λίστας, το Helichrysum orientale, είναι ίσως το πιο αναγνωρίσιμο. Πρόκειται για τον γνωστό «αμάραντο» ή «αθάνατο», που έχει χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά σε στεφάνια και ξηρές συνθέσεις, καθώς τα άνθη του, σε λαμπερό κίτρινο, διατηρούν το σχήμα και το χρώμα τους ακόμη και όταν ξεραθούν. Είναι αειθαλές, ημιθαμνώδες φυτό και αναπτύσσεται σε ηλιόλουστες και ξηρές θέσεις. Στο πλαίσιο του έργου εξετάζεται η δυναμική του όχι μόνο ως αποξηραμένο αλλά και ως νωπό κομμένο άνθος.

Η Petromarula pinnata, ή αλλιώς πετρομάρουλο, είναι ίσως το πιο άγνωστο στο ευρύ κοινό. Ανήκει στην οικογένεια των καμπανοειδών, αλλά έχει εντελώς διαφορετική μορφολογία: λεπτοκομμένα, διακοσμητικά φύλλα και λευκομπλέ άνθη σε κάθετους βλαστούς. Εκτός από αισθητική χρήση, το φυτό είναι και φαγώσιμο, παραδοσιακά οι Κρητικοί το μάζευαν την άνοιξη για σαλάτες. Η αξιοποίησή του στην ανθοκομία ανοίγει νέους δρόμους για “φυσικού χαρακτήρα” ανθοσυνθέσεις.

Τέλος, η Satureja pilosa είναι ένα ταπεινό αλλά εντυπωσιακό στην απλότητά του φυτό. Ανήκει στην ίδια οικογένεια με το θρούμπι και τη ρίγανη, και έχει μικρά ροζ-λιλά άνθη με ελαφρύ άρωμα. Ευδοκιμεί σε πετρώδεις, ξηρές πλαγιές και ανθίζει νωρίς την άνοιξη. Παρά την ταπεινή εμφάνιση, έχει μεγάλη δυναμική για συνθέσεις σε “άγριο” ύφος, καθώς και για χρήση σε οικολογικά events, γάμους ή διακοσμητικά είδη με φυσική αισθητική.

Το έργο αυτό επιχειρεί να αποδείξει ότι η ελληνική φύση δεν είναι μόνο πηγή αισθητικής και περιβαλλοντικής αξίας, αλλά μπορεί να στηρίξει και πρακτικές καλλιέργειες, φιλικές στο περιβάλλον και προσαρμοσμένες στις σύγχρονες ανάγκες της ανθοκομίας.
Η ερευνητική προσπάθεια θα παρουσιαστεί σήμερα Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025, στις 18:00, στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων στον Ζωγράφο. Στην εκδήλωση θα παρουσιαστούν τα πρώτα συμπεράσματα της μελέτης, οι πειραματικές εφαρμογές και οι πιθανές καλλιεργητικές και εμπορικές προεκτάσεις του εγχειρήματος.
Αξίζει να δούμε αν αυτά τα διακριτικά, ελληνικά λουλούδια μπορούν στο μέλλον να σταθούν επάξια δίπλα στα καθιερωμένα άνθη των ανθοπωλείων, όχι μόνο για την ομορφιά τους, αλλά και για ό,τι συμβολίζουν: έναν διαφορετικό τρόπο να συνδυάζεται το τοπικό με το βιώσιμο.