Η Μαίρη Ραζή ήταν καλεσμένη στην εκπομπή “Στούντιο 4” το απόγευμα της Τετάρτης με αφορμή τη νέα της παράσταση στο θέατρο Πρόβα. Η γνωστή ηθοποιός μίλησε μεταξύ άλλων για τις συνεργασίες της με σπουδαία ονόματα του χώρου.
«Έχω δουλέψει με όλο τον κόσμο, με τον Βέγγο, με τον Καρακατσάνη, τον Χατζηχρήστου, τον Κωνσταντίνου. Στην πρώτη μου δουλειά έπαιξα στους “Επιτρέποντες” του Μένανδρου, στο Αρχαίο Θέατρο Σικυώνας, με πήραν από τη σχολή. Από τότε δεν σταμάτησα να δουλεύω, ήμουν στο “Ακροπόλ”, στο “Μπουρνέλη”, δούλεψα στην επιθεώρηση και είχαν μεγάλη επιτυχία τα νούμερά μου. Ο Μπουρνέλης μου είχε μεγάλη αδυναμία», είπε αρχικά η Μαίρη Ραζή.
Και συνέχισε: «Δεν έχω λόγια για όλους αυτούς τους ανθρώπους, είναι σχολές από μόνοι τους, η Βλαχοπούλου, ο Μουστάκας, ο Γκιωνάκης… Δούλεψα αρκετά χρόνια με τον Γκιωνάκη, ήταν δάσκαλος, αλλά… ψεύτης, μυθομανής, έλεγε διάφορα παραμύθια και του άρεσε. μπορεί να μας έλεγε ότι έπαθε λάστιχο. Ξέραμε ότι έλεγε ψέματα. Μας έλεγε ιστορίες, μπορεί να έλεγε “Έχω αργήσει στην πρόβα, κοιτάξτε πως είναι τα χέρια μου, έπαθα λάστιχο”, ενώ τα χέρια του ήταν καθαρά σαν τα δικά μου. Είχε πλάκα όμως, και τον θεωρώ σπουδαίο ηθοποιό, ανεξάρτητα απ’ ό,τι έχει κάνει μετά. Έμαθα πολλά πράγματα από εκείνον».
Η Μαίρη Ραζή αναφέρθηκε και στις δύσκολες στιγμές που βίωσε σε πολύ νεαρή ηλικία όταν ήρθε από την Κωνσταντινούπολη μαζί με την οικογένειά της.
«Το μερίδιο μου στη στεναχώρια το πλήρωσα πολύ βαριά. Τον πρώτο καιρό, όταν ήρθα από την Κωνσταντινούπολη, έκλαιγα συνέχεια. Λυπάμαι πάρα πολύ αλλά οτιδήποτε με ρωτάνε γύρω από την Κωνσταντινούπολη, ακόμα και τώρα που σας μιλάω, θέλω να κλαίω. Δεν κλαίω εύκολα και αυτό είναι ίσως γιατί θέλω να αντιμετωπίζω καλύτερα τα πράγματα. Ήρθα εδώ, έγινα ηθοποιός και τα βλέπω διαφορετικά», υπογράμμισε η Μαίρη Ραζή.
Και πρόσθεσε: «Ήρθαμε στην Ελλάδα γιατί εξόρισαν τον πατέρα μου. Την μια νύχτα τον έδειραν, ήρθε στο σπίτι μαυρισμένος και μας είπε ότι είχε πάει στον οδοντίατρο και την άλλη ημέρα έφυγε με μια βαλίτσα. Βεβαίως και μας χαιρέτησε, όταν πήγαμε στο αεροδρόμιο, αλλά έφυγε με μια βαλίτσα. Ήταν μέσα στους 50 πρώτους που έφυγαν τότε.
Πήγαμε εμείς και θέλω να πω κάτι, αν και έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια, σαν κατάθεση ψυχής. Είναι κάτι που δεν το λέω εύκολα αλλά κλαίγαμε και γω και η αδελφή μου. “Μην κλαίτε, σας βλέπουν οι Τούρκοι και χαίρονται” μας είπε η μητέρα μου. Αυτό σου δίνει μία αξιοπρέπεια και μια περηφάνεια, πέρασαν τόσα χρόνια και ακόμα το κρατάω. Να είμαστε δηλαδή αξιοπρεπείς και να βλέπουμε τα πράγματα όσο καλύτερα μπορούμε».