Η Γιούλη Τσαγκαράκη ήταν καλεσμένη στην εκπομπή “Στούντιο 4” το απόγευμα της Παρασκευής. Η γνωστή ηθοποιός προχώρησε σε μια συγκλονιστική εξομολόγηση για την κακοποίηση που βίωσε τόσο η ίδια, όσο και η μητέρα της από τον πατέρα της.
«Είχα έναν πατέρα ο οποίος είχε κακοποιητική συμπεριφορά. Δηλαδή ζούσαμε σε ένα περιβάλλον με έναν πατέρα κακοποιητικό και έτσι αναγκάστηκα να μπω στην ψυχοθεραπεία για να μπορέσω να λύσω τα θέματα μου. Η μητέρα μου ήταν ηρωίδα, χώρισε μετά από χρόνια με τον πατέρα μου και πήραμε θέση στα πράγματα. Πήρε και η μητέρα μου και εγώ αργότερα στάθηκα απέναντι του και του είπα όλα όσα ήθελα να του πω, όταν μεγάλωσα πια.
Κάποια στιγμή το πήρα απόφαση και είπα πως τώρα θα ειπωθούν πράγματα που δεν έχουν ειπωθεί εδώ και 40 χρόνια. Δεν ήταν εύκολο. Κι αν ζούσε, είχα και υπόλοιπα να του πω. Ήταν πολύ βίαιος άνθρωπος ο πατέρας μου και έτσι ζούσαμε σε ένα περιβάλλον… Αλλά τα κατάφερε και η μητέρα μου, τα καταφέραμε», είπε αρχικά η Γιούλη Τσαγκαράκη.
Και συνέχισε: «Ένιωσα ανακούφιση για όσα του είπα αν και ένιωσα και σαν κόρη ενοχή, γιατί τα είπα στον μπαμπά μου αυτά. Γι’ αυτό λέω πως, αν ζούσε, θα έλεγα και άλλα πολλά. Στην κουβέντα μας άκουσε πράγματα που δεν περίμενε ότι θα ακούσει από εμένα και ξαφνιάστηκε, σχεδόν δεν τα δέχθηκε. Σαν να μιλούσα δηλαδή για έναν άλλον άνθρωπο αλλά κάπως ήμουν προετοιμασμένη γι’ αυτό. Περίμενα ότι δεν θα τα δεχθεί, γι’ αυτό προσπαθούσα να λέω στον εαυτό μου πως αυτό γίνεται για να βοηθηθώ η ίδια.
«Η συγγνώμη του πατέρα μου δεν ήταν αληθινή, ούτε στη μητέρα μου. Ήθελα να ζητήσει συγγνώμη στη μητέρα μου για την κακοποιητική συμπεριφορά του. Καταρρίπτεται ο πύργος που λέγεται πατέρας. Συνειδητοποιείς ότι δεν είχες πατέρα που είναι κοντά σου, ήταν υλικά, όχι συναισθηματικά. Έφυγα στα 19 μου από την Κρήτη. Ήθελα να φύγω από το οικογενειακό μου περιβάλλον».
Kαι κατέληξε η Γιούλη Τσαγκαράκη: «Για πολύ μεγάλο διάστημα μετά το γεγονός ότι του μίλησα, ζούσα πολύ ενοχικά, γιατί έλεγα ότι θέλω κι εγώ έναν πατέρα, είχα έναν καημό. Μετά είπα ότι είμαι πια μεγάλη γυναίκα. Ο πατέρας μου έφυγε το 2017. Δεν πήγα στην κηδεία του. Δεν πήγε η μητέρα μου, οπότε δεν πήγα κι εγώ. Ήθελα αυτό που είχα αποφασίσει ακολουθώντας την ίδια γραμμή, να το ακολουθήσω μέχρι τέλους. Δεν είχα και την ανάγκη τότε να πάω. Είπα θα πάω άλλη φορά στο μνήμα, ή θα “μιλήσω” με άλλο τρόπο μαζί του. Το να τον συγχωρήσω ήταν απαραίτητο, γιατί αλλιώς θα συνεχίσω να βασανίζομαι. Δεν έζησε εύκολα χρόνια κι αυτός. Σκληροί άνθρωποι και οι γονείς του, στην φτώχια. Έδειξα μια κατανόηση στο πώς μεγάλωσε».